ἀγκών
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A bend of the arm, hence, elbow, ὀρθωθεὶς δ' ε'π' ἀγκῶνος Il.10.80; ἦ, καὶ ἐπ' ἀγκῶνος κεΦαλὴν σχέθεν Od.14.494; ἀγκῶνα τυχὼν μέσον Il.5.582, cf. 20.479; ἀγκῶνι νύττειν to nudge, Od.14.485, cf. Pl.Riv.132b; κροτεῖν τοῖς ἀγκῶσιν τὰς πλευράς D.54.9; prov., ἀγκῶνι ἀπομύττεσθαι Bionap.D.L.4.46; ἐπ' ἀγκῶνος δειπνεῖν, of the attitude at meals, Luc.Lex.6. 2 arm, Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνειν Pi.N.5.42; ἐς δ' ὑγρὸν ἀγκῶνα . . προσπτύσσεται S.Ant.1237, etc. 3 bend in animals' legs, X.Cyn.4.1. II any nook or bend, as the angle of a wall, ἀγκὼν τείχεος Il.16.702, cf. Hdt.1.180; bend, bay of a river, Id.2.99; ἕσπεροι ἀγκῶνες S.Aj.805; headlands which form a bay, Str.12.8.19; ἀγκῶνες κιθάρας ribs which support the horns of the cithara, Semus I, Hsch.; ends of stomach-bow, Hero Bel.78.4; arms of torsion-engine, Ph.Bel.53.40, al., HeroBel.81.9; cross-bar of same, Bito 49.12; arm of throne or chair, LXX 2 Ch.9.18, Cael.Aur. TP2.1; perh. clamp, PPetr.3p.144. 2 kind of vase, Artem.1.74, cf. Sammelb.4292. III prov., γλυκὺς ἀ. used κατ' ἀντίΦρασιν of a difficulty, Pl.Phdr.257d, Clearch.6; expl. by Sch.Pl. l. c., Zen.2.92, Ath.12.516a, from a long bend or reach in the Nile; but apptly. = παραγκάλισμα, thing to be embraced, treasure, Pl Com.178; also = ἀβρότονον, Dsc.3.24. (For the Root v. ἄγκος.)
German (Pape)
[Seite 16] ῶνος, ὁ (vgl. ἄγκος), Ellnbogen, Armbug, ἀγκῶνα μέσον τυχών Il. 5, 582, κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθεν 11, 252, ὀρθωθεὶς ἐπ' ἀγκῶνος 10, 80, ἐπ'ἀγκῶνος σχέθεν κεφαλήν Od. 14, 494, ἀγκῶνι νύξας 14, 485; – vgl. Luc. Lex. 6 ἐπ' ἀγκῶνος δειπνεῖν, auf den Ellnbogen gestützt essen; – ὑπ' ἀγκῶνος ἔνδον φαρέτρας Pind. Ol. 2, 91; Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι, = ἐν ἀγκάλαις, in den Armen, N. 5, 42; ähnl. Eur. ἐν ἀγκῶσι θῶμαι Suppl. 840; Soph. ἐς ὑγρὸν ἀγκῶνα παρθένῳ προσπτύσσεται, in den matten Arm, Ant. 1222. Uebh. Biegung, z. B. τείχεος, der vorspringende Theilder Mauer, Il. 16, 702, wo Aristarch erklärte ὅτι ἀγκῶνος τῆς γωνίας λέγει, s. Aristonic. Scholl. – Her. 1, 180; Νείλου 2, 99; Soph. Ai. 792, von Bergschluchten; die alex. Dichter vielfach für Vorgebirge, Bucht, vgl. Plut. Them. 32. – Was γλυκὺς ἀγκών bei Plat. Phaedr. 257 d bedeute, war schon den Alten nicht recht klar; es scheint eine Art Euphemismus gewesen zu sein; s. Stallbaum zur St. u. Schol. Il. 16, 702.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκών: -ῶνος, ὁ, ἡ καμπή τοῦ βραχίονος, ὀρθωθεὶς δ’ ἐπ’ ἀγκῶνος, Ιλ. Κ. 80· ἦ, καὶ ἐπ’ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν. Ὀδ. Ξ. 494· ἀγκῶνα τυχὼν μέσον, (ὁ ἄνθρωπος εἶχε στρέψῃ τά νῶτά του πρὶν ἢ κτυπηθῇ), Ἰλ. Ε. 582, πρβλ. Υ. 479· ἀγκῶνι νύττειν, ἐξαγκωνίζειν, τύπτειν διά τοῦ ἀγκῶνος, Ὀδ. Ξ. 485, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 257D· κροτεῖν τοῖς ἀγκῶσι, τὰς πλευράς, Δημ. 1259. 22· παροιμ. ἀγκῶνι ἀπομύττεσθαι, Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4, 46· ἐπ’ ἀγκῶνος δειπνεῖν, cubito nixus, περὶ τοῦ τρόπου τοῦ ἀνακλίνεσθαι ἐν τοῖς δείπνοις, Λουκ. Λεξιφ. 6. 2) καθόλου, ὁ βραχίων, ὡς τὸ ἀγκάλη, ἀγκοίνη· νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνειν, Πινδ. Ν. 5. 76· ἐς δ’ ὑγρὸν ἀγκῶνα… προσπύσσεται, Σοφ. Ἀντ. 1237, κτλ. 3) ἡ καμπὴ ἐν τοῖς σκέλεσι τῶν ζώων, Ξενοφ. Κυν. 4. 1. ΙΙ. πᾶσα γωνία, πᾶσα καμπή, ὡς ἡ προέχουσα γωνία τείχους, ἀγκὼν τείχεος, Ἰλ. Π. 702, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 180· ἡ καμπὴ τοῦ ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 2. 99· οἱ ἕσπεροι ἀγκῶνες, ἐν Σοφ. Αἴ. 805 φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν δυτικὴν καμπὴν τοῦ ὅρμου τοῦ Ῥοιτείου παρὰ τὸ στόμιον τοῦ Σιμόεντος· ὡσαύτως ἡ προέχουσα ξηρά, ἥτις σχηματίζει κόλπον ἢ λιμένα, Στράβ. 580· ἀγκῶνες κιθάρας, οἱ πήχεις, οἵτινες συγκρατοῦσι τὰ κέρατα τῆς κιθάρας, Ἀθήν. 637C, Ἡσύχ. ΙΙΙ. Ἡ παροιμ. γλυκὺς ἀγκών, εἶναι ἐν χρήσει κατ’ ἀντίφρασιν, ἐπὶ δυσκολίας, ἢ ἔργου δυσχεροῦς. Πλάτ. Φαῖδρ. 257D, Ἀθήν. 516Α, καὶ λέγεται ὅτι ἔχει τὴν ἀρχὴν αὐτῆς ἔκ τινος μακρᾶς καμπῆς τοῦ Νείλου, ὅρα Παροιμιογράφ. καὶ τὰς ἑρμηνείας ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις. Ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. κωμ. ἐν «Φάωνι» 4· γλυκὺς ἀγκών, φαίνεται σημαίνων παραγκάλισμα, πρᾶγμα ἄξιον ἐναγκαλισμοῦ, τιμαλφές τι. (Περὶ τῆς ῥίζης ὅρα ἄγκος).
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
I. courbure du bras, coude, p. ext. bras;
II. courbure en gén.
1 retrait, angle d’un mur;
2 détour, sinuosité d’un fleuve;
3 coin de terre, région extrême.
Étymologie: R. Ἀγκ, être crochu, recourbé.