ἐξανίημι
English (LSJ)
poet. impf.
A ἐξανίεσκον A.R.4.622: fut. ἐξανήσω, also -ήσομαι E.Andr.718: pf. part. Pass. -ειμένος Orib.46.19.20:—send forth, let loose, εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανῐεῖσαι Il.18.471; [ὀδμήν] A.R.l.c.; ἐξανῆκε γᾶ ὄψιν E.Ph.670 (lyr.); κρήνην ἐξανῆκ' οἴνου θεός Id.Ba.707; ἐ. αἷμα make it spout forth, Id.IT1460; [ῥόον] Call.Del.207; ἀρὰς σφῷν ἐξανῆκα I have sent forth curses against you, S.OC1375. b c. gen., send forth from, τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός; Pi.P.4.99; θύρσους ἐξανῑεῖσαι χερῶν E.Ba.762; νάματ' ὄσσων μηκέτ' ἐξανίετε Id.HF 625. 2 let go, Id.IA372; τὴν ἀρετὴν ἐ. relax, slacken, Plu.Cat. Ma.11:—Pass., to be set free from, πόνων Hp.Nat.Hom.12: abs., Ph. 2.371. 3 loosen, undo, στροφίδας E.Andr.718:—Pass., Plu.2.788b. 4 dilute, Herasap. Gal.13.795:—Pass., pf. part. -ειμένος Orib. l.c. II intr., slacken, relax, Hp.Nat.Hom.7; ἁνίκ' ἐξανείη . . ἄτα (Herm. for ἐξανίησι) S.Ph.705: c. gen., ὀργῆς ἐξανεὶς κακῆς E. Hipp.900. 2 burst forth from, γῆς, of a river, A.R.4.293: abs., of seed, spring up, Arist.Mir.833b2.
German (Pape)
[Seite 869] (s. ἵημι, 1) heraus-, hervorsenden, -lassen; von Blasebälgen, ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι, Il. 18, 471; τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός Pind. P. 4, 99; ἀρὰς σφῷν ἐξανῆκ' ἐγώ, Flüche habe ich gegen euch ausgestoßen, Soph. O. C. 1376; θύρσους ἐξανιεῖσαι χερῶν, aus den Händen schleudernd, Eur. Bacch. 762; κρήνην ἐξανῆκ' οἴνου θεός 707; ῥόον Callim. Del. 207; ὀδμὴν ἐξανίεσκον, aushauchen, Ap. Rh. 4, 622; τὴν ἀρετήν, der Tugend entsagen, Plut. Cat. mai. 11. – Med., auflösen, πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι Eur. Andr. 718; pass., πόνων, davon befrei't werden, Hippocr. – 2) intr., nachlassen; ἁνίκ' ἐξανείη ἄτα Soph. Phil. 699, ch; ὀργῆς ἐξανεὶς κακῆς, vom Zorn ablassend, Eur. Hipp. 500; – hervorströmen, vom Flusse, γῆς Ap. Rh. 4, 293.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανίημι: Ἰων. παρατατ. ἐξανίεσκον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 622: μέλλ. ἐξανήσω, ὡσαύτως -ήσομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 718. Ἐκπέμπω, ἐξάγω, φῦσαι δ’ ἐν χοάνοισιν ἐείκοσι πᾶσαι ἐφύσων, παντοίην εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Ἰλ. Σ. 471· καὶ τῇδε κρήνην ἐξανῆκ’ οἴνου θεὸς Εὐρ. Βάκχ. 707· ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ’ ἐξανιέτω, καὶ ἂς κάμῃ νὰ ἐκρεύσῃ αἷμα, ὁ αὐτὸς Ι. Τ. 1460· τοιάσδ’ ἀρὰς σφῷν... ἐξανῆκ’ ἐγώ, ἐξέπεμψα ἐναντίον ὑμῶν τῶν δύο, Σοφ. Ο. Κ. 1375. β) μετὰ γεν., ἐκπέμπω ἔκ τινος, τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός; Πίνδ. Π. 4. 176, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 670· ἐξακοντίζω, θύρσους ἐξανιεῖσαι χερῶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 762· νάματ’ ὄσσων μηκέτ’ ἐξανίετε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 625. 2) ἀφίνω τινὰ νὰ πράττῃ ὅ τι ἂν θέλῃ, τοὺς οὐδένας καταγελῶντας ἐξανήσει Εὐρ. Ι. Α. 372· παραχωρῶ, τῶν ἐνδόξων καὶ μεγάλων τὰ τῆς ἀρετῆς πρωτεῖα μὴ ἐξανιέντων (μεθιέντων Κοραῆς) τοῖς ἀσημοτέροις Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 11. - Παθ., ἀπαλλάσσομαι, ἐξανεθέντας τῶν πόνων Ἱππ. π. Φύσ. Ἀνθρ. 230. 14. 3) ὑφίημι, χαλαρώνω, λύω, πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 718, Παθ., Πλούτ. 2. 788Β. ΙΙ. ἀμεταβ., χαλαροῦμαι, χάνω τὴν δύναμίν μου, Λατ. remittere, τά τε γὰρ ψύχεα ἐξανίει Ἱππ. π. Φύσ. Ἀνθρ. 227. 21· ἐνδίδω, μετριάζομαι, κοπάζω, ἁνίκ’ ἐξανείη δακέθυμος ἄτα (οὕτως ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ τοῦ ἐξανίησι τῶν ἀντιγράφων) Σοφ. Φιλ. 705· μετὰ γεν., ὀργῆς ἐξανεὶς κακῆς Εὐρ. Ἱππ. 980. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἀναπιδύω, ἀναβρύζω, ἐκρέω, ὑμετέρης γαίης Ἀχελώιος ἐξανίησιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 293· ἐμφανίζομαι, αὐξάνεται καὶ ἐξανίησι Ἀριστ. π. Θαυμ. 43.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξανήσω, ao. ἐξανῆκα, etc.
I. tr. laisser aller :
1 laisser échapper : ἀϋτμήν IL un souffle ; αἷμα EUR faire jaillir du sang;
2 laisser aller, congédier, acc. laisser impuni ; Pass. être émoussé;
II. intr. se relâcher : ὀργῆς EUR de sa colère.
Étymologie: ἐξ, ἀνίημι.
English (Autenrieth)
part. ἐξανιεῖσαι: let go forth, send forth, Il. 18.471†.
English (Slater)
ἐξᾰνίημι
1 bear (of women in labour) τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” (P. 4.99)