πρόσφορος

From LSJ
Revision as of 14:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφορος Medium diacritics: πρόσφορος Low diacritics: πρόσφορος Capitals: ΠΡΟΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: prósphoros Transliteration B: prosphoros Transliteration C: prosforos Beta Code: pro/sforos

English (LSJ)

Dor. ποτίφ- (q.v.), ον,

   A serviceable, useful, τὰ π. τῇ στρατιῇ Hdt.7.20, cf. S.OC 1774 (anap.), etc.: abs., ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Th.1.125, cf. 7.62.    2 suitable, fitting, κόσμος, κόμπος, Pi.N.3.31, 8.48, cf. E. Heracl.480, etc.; π. καὶ οἰκεῖον Epicur.Fr.250 (= Metrod.Fr.1 K.): c. dat., Pi.N.7.63, E.Supp.338, Hec.1246, Ar.V.809, Av.124 (Comp.), prob. in Pi.N.9.7; τροφαί Antiph.62; οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ suitable to, agreeing with, E.Ph.129 (lyr.): c. inf., οὐ πρόσφορον μολεῖν 'tis not fit or meet to go, A.Eu.207, cf. Pi.O.9.81, Ocell.4.12; ζῴοις πρόσφορα ἐσθίειν J.BJ6.3.3.    3 πρόσφορον, τό, what is fitting or suitable, Arist.EN1180b12; ἡ φύσις αὐτὴ ζητεῖ τὸ π. Id.HA615a26: c. gen., μακρᾶς κελεύθου . . τὰ π. attendance meet after a long journey, A.Ch.711, cf. 714; τὰ π. τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς E.Hel.509: abs., τὰ πρόσφορα things meet or due, esp. for the dead, Hdt.4.14, E.Alc. 148; τὰ π. πάντα Ar.Pax1025 (lyr.): τὰ π. as Adv., fitly, E.Hipp.112, cf. 1361 (anap.): regul.Adv., -ρως ἔχειν τινί Thphr.CP4.7.2, cf. Phld. Herc.1457.7.    II πρόσφορα, τά, that which is taken or eaten, f.l. in Hp.VM24; cf. προσφορά 111.2.    III πρόσφορα, τά, revenues, rents, PTeb.88.15 (ii B.C.), POxy.1208.22 (iii A.D.), 1829.4 (vi A.D.), etc.; τὰ Ἀριστίππου λεγόμενα π. the place called Aristippus's Rents, PPetr. 2p.56 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 787] zuträglich, nützlich, τινί, Her. 7, 20, u. absolut, 4, 14; angemessen, entsprechend, ἐπέων καύχαις ἀοιδὰ πρόσφορος, Pind. N. 9, 7 (vgl. Böckh, sonst καύχας als gen.); ποτίφορος ἀγαθοῖσι μισθός, N. 7, 63; κόσμος, 3, 31, vgl. 8, 48; auch mit dem inf., εἴην εὑρησιεπὴς πρόσφορος ἀναγεῖσθαι ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, Ol. 9, 81; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφορον μολεῖν, Aesch. Eum. 198, vgl. Ch. 703; Soph. El. 220; πάνθ' ὁπόσ' ἂν μέλλω πράσσειν πρόσφορά θ' ὑμῖν καὶ τῷ κατὰ γᾶς, O. C. 1771; τοῖς ἐμοῖσιν οὐχὶ πρόσφορος τρόποις, Eur. Suppl. 338; λέγεις σαυτῷ πρόσφορα, Hec. 1246, u. öfter; πόλιν μείζω μὲν οὐδέν, προσφορωτέραν δὲ νῷν, Ar. Av. 124; u. in Prosa: Thuc. 7, 62; ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον ἀρετῇ καὶ φρονήσει πεφυκυῖαν χώραν, Plat. Critia. 109 c; Phaedr. 270 a u. öfter; τὰ τῇ νόσῳ πρόσφορα, Dem. 59, 56; Folgde, πᾶν τὸ πρόσφορον Ῥωμαίοις, Pol. 25, 9, 4, u. Sp., wie Luc. Gall. 5. – Auch wie προσφερής, nahe kommend, ähnlich, τινί, Eur. Phoen. 129, Plut. Alc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφορος: Δωρ. ποτίφ-, ον, (προσφέρω) χρήσιμος, ὠφέλιμος, τὰ πρ. τῇ στρατιῇ Ἡρόδ. 7. 20· δράσσω καὶ τάδε καὶ πάνθ’ ὁπόσ’ ἂν μέλλω πράσσειν πρόσφορά θ’ ὑμῖν κτλ. Σοφ. Ο. Κ. 1774, κτλ.· ἀπολ., ἔχοντας τὰ πρ. Ἡρόδ. 4. 14· ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Θουκ. 1. 125, πρβλ. 7. 62· ὅθεν, 2) κατάλληλος, ἁρμόδιος, ἄξιος, Πινδ. Ν. 3. 54., 8. 82, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. ἀνηγέομαιμετὰ δοτ., αὐτόθι 7. 93, Εὐρ. Ἱκ. 338, Ἑκ. 1246, Ἀριστοφ. Σφ. 809, Ὄρν. 124· (οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 9. 17, ὁ Ἕρμανν. καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν ἀποκαταστήσαντες τὴν δοτ.)· παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 129, οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ, συνήθως λαμβάνεται ὡς = προσφερής, ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ διατηρήσωμεν τὴν συνήθη σημασίαν: - μετ’ ἀπαρ., οὐ πρόσφορον μολεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 207, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 124, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 481. 3) πρόσφορον, τό, κατάλληλον, ἁρμόζον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 15· ἡ φύσις αὐτὴ ζητεῖ τὸ πρ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 2· μετὰ γεν., ἀλλ’ ἔσθ’ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν τὰ πρόσφορα, μετὰ μακρὰν ὁδοιπορίαν ν’ ἀπολαύσωσι καταλλήλων περιποιήσεων, Αἰσχύλ. Χο. 710· τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς αἰτήσομαι Εὐρ. Ἑλ. 509· ἀπολ., τὰ πρόσφορα, πάντα τὰ κατάλληλα ἢ πρέποντα (διὰ τοὺς νεκρούς), Εὐρ. Ἄλκ. 148· τὰ πρ. πάντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1025· ὡσαύτως, τὰ πρόσφορα ὡς ἐπίρρ., προσφόρως, καταλλήλως, Εὐρ. Ἱππ. 112, πρβλ. 1361· - ὁμαλὸν ἐπίρρ., προσφόρως ἔχειν τινὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 2. ΙΙ. πρόσφορον, τό, τὸ προσλαμβανόμενον ἢ ἐσθιόμενον, τροφή, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πρβλ. προσφορὰ ΙΙΙ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόσφορα· τὰ ἐπιτηδείως προσφερόμενα», καὶ: «πρόσφορον· ἐπιτήδειον, ἁρμόδιον, οἰκεῖον, ἀκόλουθον». - Κατὰ Σουΐδ.: «πρόσφορον, οἰκεῖον, ἁρμόδιον, ἐπιτήδειον· «οὐ γὰρ διὰ τύχην τῶν συμβεβηκότων ἀθετήσεις τῆς ἀξίας ἢ τῆς προσηγορίας τὸ πρόσφορον.» Χοσρόης φησὶ πρὸς Μαυρίκιον» (Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 62).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a du rapport avec ; qui répond à, adapté à, proportionné à, τινι ; πρόσφορόν ἐστι avec un inf. : il convient de, etc.
2 utile à, avantageux à, τινι : τὰ πρόσφορα, les choses utiles, convenable, nécessaires.
Étymologie: προσφέρω.

English (Slater)

πρόσφορος, -ον (cf. ποτίφορος.)
   a suitable, fitting εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ (O. 9.81) χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς (N. 8.48) θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος (N. 9.7) ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 37.
   b useful c. dat. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι ἱπποδάμων Δαναῶν βέλεσι πρόσφορον (“Danaorum telis utile,” Boeckh) fr. 183.