φάσγανον

From LSJ
Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάσγανον Medium diacritics: φάσγανον Low diacritics: φάσγανον Capitals: ΦΑΣΓΑΝΟΝ
Transliteration A: phásganon Transliteration B: phasganon Transliteration C: fasganon Beta Code: fa/sganon

English (LSJ)

τό, poet. Noun,

   A sword, δῶκεν μέγα φ. ἥρως σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Il.23.824; κολεοῦ γυμνὸν φ. Pi.N.1.52b; ἀμφιπλῆγι φ. S.Tr.930, cf. E.Fr.373 (Cypr. acc. to AB 1095).    II = ξιφίον, corn-flag, Gladiolus segetum, Thphr.HP7.12.3, 7.13.1, Nic.Fr.74.63.    2 = ξάνθιον, Dsc.4.136.    3 = ἀσπάλαθος, f.l. for σφάγνον in Id.1.20.    III = ξίφος 11, Opp.H.3.556.

German (Pape)

[Seite 1257] τό (statt σφάγανον, von σφάζω), – 1) ein schneidendes Werkzeug, Messer, Schwert, Dolch; öfters bei Hom., bei dem es immer das große Schlachtschwert zu sein scheint, von ἄορ u. ξίφος nicht verschieden, vgl. Od. 11, 24. 48. 82, u. in der Scheide an einem Bande, τελαμών getragen wird, Il. 23, 824; φάσγανον τινάσσων γυμνὸν κολεοῦ Pind. N. 1, 52; θήγουσα φωτὶ φάσγανον Aesch. Ag. 1235; Soph. öfter, u. Eur., wie sp. D., selten in Prosa. – 2) eine Pflanze mit schwertförmigen Blättern, Schwertel, Schwertlilie, Theophr. u. Nic.

Greek (Liddell-Scott)

φάσγᾰνον: τό, ποιητ. ὄνομα, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ., σχεδὸν ἰσοδύναμον (ὡς φαίνεται) ταῖς λέξεσιν: ἄορ καὶ ξίφος (ἴδε ἐν λέξει ξίφος)· δῶκεν μέγα φάσγανον ἥρως σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Ἰλ. Ψ. 824· κολεοῦ γυμνὸν φ. Πινδ. Ν. 1. 80· ὡσαύτως παρὰ τοῖς Τραγ., ἀμφιπλῆγι φ. Σοφ. Τραχ. 930. ΙΙ. φυτόν τι, ὡς τὸ ξιφίον, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Διοσκ. 4. 20, κλπ.· φασγάνιον παρὰ Κορνούτῳ περὶ Θεῶν Φύσ. 35, Πλίνιος 24. 88.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
coutelas ; épée.
Étymologie: p. *σφάγανον de σφάζω.

English (Autenrieth)

sword.

English (Slater)

φάσγᾰνον (-ου, -ῳ, -ον.)
   1 sword ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (P. 9.21) Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ (P. 9.81) ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων λτ;φάσγανονγτ; ἵκετ (supp. Mosch.: om. codd.) (N. 1.52) κεῖνος (sc. φθόνος) καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν φασγάνῳ ἀμφικυλίσαις (N. 8.23) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (I. 4.36)