ἀπήνη

From LSJ
Revision as of 12:15, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπήνη Medium diacritics: ἀπήνη Low diacritics: απήνη Capitals: ΑΠΗΝΗ
Transliteration A: apḗnē Transliteration B: apēnē Transliteration C: apini Beta Code: a)ph/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A four-wheeled wagon, drawn by mules, ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Il.24.324, cf. Od.6.57 with 69,72,73,82; much the same as ἅμαξα, cf. Il.24.266 with 324, Od.6.72 with 73: of a racing-car, drawn by mules, ἡμιόνοις ξεστᾷ τ' ἀπήνᾳ Pi.P.4.94, cf. O. 5.3, Arist.Fr.568; ἦν γὰρ δὴ ἀπήνη . . ἡμιόνους ἀνθ' ἵππων ἔχουσα Paus. 5.9.2.    2 later, any car or chariot, A.Ag.906, S.OT753; ἀ. πωλική ib.803; war-chariot, Str.4.5.2; cf. καπάνα.    3 metaph., any conveyance, νατα ἀ. ship, E.Med.1123; πλωταῖς ἀπήνῃσι Lyr.Adesp.117 ( = Trag.Adesp.142); τετραβάμονος ὡς ὑπ' ἀπήνας, of the Trojan horse, E.Tr.517 (lyr.).    4 metaph., like ζεῦγος, pair, e.g. of brothers, ἀ. ὁμόπτερος Id.Ph.329 (lyr.).    5 in pl., the alae nasi, Poll.2.80.

German (Pape)

[Seite 290] ἡ, ein vierrädriger Wagen, um Lasten, zuweilen Frauen u. Greise zu fahren, gew. mit Maulthieren bespannt, von Hom. an, Iliad. 24, 275 sqq Od. 6, 57 sqq. 7, 5; Soph. O. R. 753. 803; vgl. Paus. 5, 9. Bei Pind. ein Maulthiergespann, vgl. Ol. 5, 3. Uebh. Fahrzeug, ναΐα, Schiff, Eur. Med. 1122, vgl. p. bei D. Hal. C. V. 17; Gespann, Paar, Phoen. 338.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήνη: ἡ, τετράτροχος ἅμαξα συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· πρβλ. Ὀδ. Ζ. 57, πρὸς τοὺς στίχ. 68. 72, 73, 82· ἡ λέξις ἀπήνη εἶναι ἐν πλείστοις ὀμοία καὶ σχεδὸν ὁμώνυμος τῇ ἁμάξῃ, πρβλ. Ἰλ. Ω. 266 πρὸς τὸ 324, καὶ Ὀδ. Ζ. 72 πρὸς τὸ 73: ὅτε ἐχρησίμευε δι’ ἁρματηλασίας, ὡς ἐν Πινδ. Ο. 5, 6 (πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 527), καὶ τότε ἀκόμη ἀσύρετο ὑπὸ ἡμιόνων· ἡμιόνοις ξεστᾷ τ’ ἀπήνᾳ Π. 4. 94 (166)· ἦν γὰρ δὴ ἀπήνη… ἡμιόνους ἀνθ’ ἵππων ἔχουσα Παυσ. 5. 9. 2. 2) μετέπειτα ἐσήμαινε πᾶν εἶδος ἁμάξης ἢ ἅρματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 906, Σοφ. Ο. Τ. 753· ἀπ. πωλικὴ αὐτόθι 803: πολεμικὸν ἅρμα, Στράβ. 200· πρβλ. καπάνη. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ παντὸς μέσου μεταφορᾶς, ναΐα ἀπ., πλοῖον, Εὑρ. Μήδ. 1123· πλωταῖς ἀπήνῃσι Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 17· τετραβάμονος ὡς ὑπ’ ἀπήνας, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὡς κινουμένου διὰ τροχῶν, Εὐρ. Τρῳ. 517. 4) μεταφ. ὡσαύτως, ὡς τὸ ζεῦγος, π.χ. ἐπὶ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. Φοίν. 329· (ἐτυμολογία ἄγνωστος).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chariot, voiture à quatre roues attelées de mules, qqf de bœufs ; postér. char ; ναΐα ἀπήνη EUR char nautique, bateau.
Étymologie: DELG terme techn., sans étym.

English (Autenrieth)

ης: wagon, for freight, and four-wheeled, Il. 24.324; with tent-like cover, Od. 6.70; usually drawn by mules. (See cut on following page.)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): dór. ἀπήνα, -ας Pi.P.4.94

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1carro de cuatro ruedas para transportar cargas οὐκ ἂν δή μοι ἐφοπλίσσειας ἀπήνην ... ἵνα εἵματα ... ἄγωμαι; Od.6.57, cf. 69, 75, el cadáver de Héctor τόν γ' ... ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ' ἀπήνην Il.24.590, cf. Plu.2.31b, esp. para viajar: del de Agamenón ἔκβαιν' ἀπήνης τῆσδε A.A.906, 1039, del utilizado por Layo, S.OT 753, 803, 812, esp. para llevar ancianos ἐς δ' ἄγαγε Πρίαμόν τε καὶ ἀγλαὰ δῶρ' ἐπ' ἀπήνης Il.24.447 y mujeres, Stesich.148.2.5S., E.IA 618, para llevar a la novia ritualmente el día de la boda ἐπ' ἀπήνης ἤγοντ' ἀνδρὶ γυναῖκα Hes.Sc.273, νυμφιδίην ... ἔζευξεν ἀπήνην Nonn.D.11.278, gener. tirado por mulas Il.24.578, Od.6.73, en competiciones ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ' ἀπήνᾳ Pi.P.4.94, cf. O.5.3, Paus.5.9.2, en sacrificios τὴν ἀπήνην κόσμου Plb.31.26.4
como tít. de una comedia de Filónides, Sud.s.u.
2 carro o tartana usado por los nómadas como vivienda Γλακτοφάγων ... ἀπήνας οἰκί' ἐχόντων Hes.Fr.151.
3 carro de guerra Str.4.5.2.
4 fig. de un barco ναΐα ἀ. E.Med.1123, πλωταῖς ἀπήνῃσι Lyr.Adesp.109f
del caballo de Troya τετραβάμονος ὡς ὑπ' ἀπήνας E.Tr.517.
II 1tiro fig. ἀ. ὁμόπτερος el par de iguales alas e.e. la pareja de hermanos (Etéocles y Polinices), E.Ph.328.
2 ἀπῆναι, αἱ aletas de la nariz Poll.2.80.

• Etimología: Palabra de origen semítico, de ’apan ‘rueda’ (cf. ugarítico ’apu, hebr. sōfān).