πατάσσω

From LSJ
Revision as of 10:31, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτάσσω Medium diacritics: πατάσσω Low diacritics: πατάσσω Capitals: ΠΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: patássō Transliteration B: patassō Transliteration C: patasso Beta Code: pata/ssw

English (LSJ)

Ep. impf.

   A πάτασσον Il.7.216 : fut. -άξω Ar.Lys.657, Ra. 646, Arist. Mete.371b9 : aor. ἐπάταξα Thgn. 1199 :—Pass., aor. ἐπατάχθην Luc.Anach. 3,40, Ach. Tat.7.4 : fut. παταχθήσομαι Luc.Fug.14 : pf. πεπάταγμαι (ἐκ-) Od.18.327 (elsewh. Hom. has only pres. and impf.) : Att. and LXX mostly fut. and aor. Act. (τύπτω and πλήσσω being used in other tenses) :    I intr. in Hom., beat, knock, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Il.7.216 ; πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου 23.370 ; ἐν δέ τέ οἱ κραδίη στέρνοισι πατάσσει 13.282, cf. Arr.Cyn.15.    II with acc. of the thing set in motion, strike, smite, [ξίφος] πάταξον εἰς ἄκρον πόδα S. Ph.748 ; πρὸς κίονα νῶτον π. E.HF1007 : c. acc. cogn., π. πληγήν Pl. Grg.527c, cf. Lg.879e : abs., or with acc. of person or thing struck, ὁ πατάξας the man who struck the blow, Antipho 4.3.4, Th.8.92 ; ἐὰν μὲν τὸν ἄρχοντα πατάξῃ τις D.21.33 ; of a deadly blow, ἐὰν λίθος . . ἢ σίδηρος πατάξῃ Id.23.76 ; sting, of a bee, Ach. Tat.2.7 ; of lightning, strike, Arist.l.c. ; π. τινὰ δορί E.Ph.1463 ; πύξ Ar.Ra.548, cf. Eq. 1130 (lyr.) : freq. in phrase πατάξαι θύραν, v. θύρα :—Pass., ὁ μηρὸς πατασσέσθω Luc.Rh.Pr.19.    b smite, slaughter, LXX Jd.9.43, al. : simply, kill, ib. 1 Ki.17.9,al.    c afflict, visit, πατάξαι σε Κύριος παραπληξίᾳ ib.De.28.28, cf. IG12(9).1179.23 (Euboea, ii A. D.).    2 metaph., ἄτῃ πατάξαι θυμόν S.Ant.1097 ; πόθος καρδίαν π. Ar.Ra.54 (also μοι κραδίην ἐπάταξε ὅττι . . Thgn.l.c.) ; πατάξω . . μεγάλοις ποτηρίοις Timocl.20 ; cf. παίω 1.6.

German (Pape)

[Seite 534] 1) schlagen, klopfen; Ἕκτορι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν, ihm pochte das Herz im Busen, Il. 7, 216, vgl. 23, 370; eben so κραδίη στέρνοισι πατάσσει, 13, 282. – 2) klappen, klatschen, in die Hände, Sp. – 3) trans. schlagen, verwunden, wie πλήσσω, bes. im act., vgl. Lys. 4, 15; Valck. Her. 5, 120; so Soph. πάταξον εἰς ἄκρον ποδα, Phil. 748; πατάξαι Πολυνείκη δορί, Eur. Phoen. 1472; Ar. Equ. 1130 Lys. 312; τὴν θύραν, an die Thür pochen, Ran 38; ὁ πατάξαι δεινότατος ἐν μάχῃ, Plat. Rep. I, 333 e; τὸν ἀνοίξαντα πατάξαντες ἀπέκτειναν, Pol 8, 31, 8; vom einschlagenden Blitze, Arist. meteor. 3, 1. – Das pass. nur bei Sp., παταχθεὶς τὰς χεῖρας Anacr. 33, 4, τῷ λόγῳ ὥςπ ερ ὑπὸ μύωπος παταχθείς Ach. Tat. 7, 3 (att. dafür πληγῆναι).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτάσσω: Ἐπικ. παρατ. πάτασσον, μελλ. -άξω Ἀριστοφ. Λυσ. 657, Βάτρ. 646, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις: ἀόρ. ἐπάταξα Θέογν. 1199, ἴδε κατωτ.: ― Παθ., ἀόρ. ἐπατάχθην Λουκ. Ἀνάχ. 3 καὶ 40, Ἀχ. Τάτ.: μέλλ. παταχθήσομαι Λουκ. Δραπέτ. 14: πρκμ. πεπάταγμαι (ἐκ-) Ὀδ. Σ. 327·― Παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. οἱ Ἀττ. προετίμων τὸ παίωτύπτω, ἐν ᾧ ὡς ἐνεργ. ἀόρ. εἶχον ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἐπάταξα, καὶ ἐπὶ τοῦ παθ. ἀορ. καὶ πρκμ. προετίμων τοὺς τύπους πληγῆναι, ἢ πλαγῆναι, πεπλῆχθαι. Ι. ἀμετάβατ. παρ’ Ὁμ., «κτυπῶ», πάλλομαι, Λατ. palpiot, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Ἰλ. Η. 216· πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου Ψ. 270· οὕτω, κραδίη στέρνοισι πατάσσει (πρβλ. τὸ τοῦ Shaksp., ‘my seated heart knocks at my ribs’), N. 282. 2) ὡς τὸ πλήσσω, κτυπῶ, πάταξον, εἰς ἄκρον πόδα Σοφ. Φ. 748· π. τινὰ δορὶ Εὐρ. Φοίν. 1463· πὺξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 548, πρβλ. Ἱππ. 1130, Λυσίας 94. 9· πρὸς κίονα νῶτον π. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1007· ― ὡσαύτως συχν. παρὰ τοῖς πεζογράφοις (πρβλ. κόρρη), ὁ πατάξας, ὁ κτυπήσας, Ἀντιφῶν 127, 31, Θουκ. 8. 92· ἐὰν μὲν [τὸν ἄρχοντα] πατάξῃς Νόμ. παρὰ Δημ. 524. 28· ἐπὶ θανατηφόρου κτυπήματος, ἐὰν λίθος .. ἢ σίδηρος πατάξῃ Δημ. 645. 16· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πληγὴν π. Πλάτ. Γοργ. 527D, Νόμ. 879Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει: πατάξαι θύραν, ἴδε ἐν λ. θύρα· τὸν μηρὸν πατάσσεσθαι (Ἀττ. παίεσθαι ἢ τύπτεσθαι) Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 19. 2) μεταφορ., ἄτῃ πατάξαι θυμὸν Σοφ. Ἀντ. 1097· πόθος π. καρδίαν Ἀριστοφ. Βάτρ. 54· πατάξω σε μεγάλοις ποτηρίοις Τιμοκλῆς ἐν

French (Bailly abrégé)

f. πατάξω, ao. ἐπάταξα, pf. inus.
Pass. f. παταχθήσομαι, ao. ἐπατάχθην;
1 tr. battre avec bruit, frapper;
2 intr. battre avec bruit, palpiter en parl. du cœur : στέρνοισι IL, ἐνὶ στήθεσσι IL dans la poitrine.
Étymologie: πάταγος.

English (Autenrieth)

beat; κραδίη, θῦμός, Ν 2, Il. 7.216, cf. Il. 23.370.

Spanish

golpear