καρδία
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ἡ, Ion. καρδίη, Ep. κρᾰδίη (καρδίη in Hom. only in
A καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι Il.2.452, al., καρδία always in Trag., exc. in some dact. and anap. verses, A.Pr.881, Th.781, E.Med.99, Hipp.1274); Aeol. κάρζα EM407.21 (but καρδία Sapph.2.6); Cypr. κορζία (Paph.), Hsch. (fort. κόρζα):—heart, ἐν δέ τέ οἱ κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει Il.13.282; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of one panic-stricken, 10.94; πηδᾷ ἡ κ. Pl.Smp.215e, cf. Ar.Nu.1391 (lyr.): esp. as the seat of feeling and passion, as rage or anger, οἰδάνεται κραδίη Χόλῳ Il.9.646; τέτλαθι δή, κραδίη Od.20.18, cf. E.Alc. 837; καρδίης πλέως full of heart, Archil.58.4; of fear or courage, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο Il.1.225; [σφηκῶν] κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες 16.266; ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε 21.547, etc.; ὀρχεῖται καρδία φόβῳ A.Ch.166; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι κ. ἔχεις S.Ant. 88; τὸν νέον τίνα οἴει κ. ἴσχειν; what do you think are his feelings? Pl.R.492c; of sorrow or joy, ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od.17.489; κ. καὶ θυμὸς ἰάνθη 4.548; ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il.2.171, cf. 10.10, B.10.85, etc.; καρδίην ἰαίνεται Archil.36; κελαινόχρως . . πάλλεταί μου κ. A.Supp.785; ὦ τάλαινα κ. ψυχή τ' ἐμή E.Or.466; of love, Sapph.l.c., etc.; ἐκ τῆς κ. φιλεῖν Ar.Nu.86; φιλέειν ἀπὸ κ. Theoc.29.4 (but ἐρεῖν τἀπὸ κ. to speak freely, E.IA475); λαλῆσαι ἐπὶ καρδίαν τινός speak kindly to... LXXJd.19.3. 2 inclination, desire, purpose, ἔμ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμός Il.10.220; πρόφρων κ. ἐν πάντεσσι πόνοισι ib.244; καρδίας δ' ἐξίσταμαι S.Ant.1105. 3 mind, ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il.21.441; κραδίη πόρφυρε Od.4.572; κραδίη προτιόσσετ' ὄλεθρον 5.389; εἰ θεάσῃ τοῖς τῆς καρδίας ὀφθαλμοῖς Corp.Herm. 4.11, cf. 7.2; διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν τῇ κ. Ev.Luc.24.38. II cardiac orifice of the stomach, Th.2.49, Hp.Prorrh.1.72, Gal.8.338, al. III heart in wood, pith, Thphr.HP3.14.1; = ἐντεριώνη, ib. 1.2.6; ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζ PMag.Berol.1.245, cf. PMag. Leid.V.13.24; λαβὼν βάϊν Χλωρὰν καὶ τῆς κ. κρατήσας σχίσον εἰς δύο PMag.Leid.W.6.51. IV metaph., κ. θαλάσσης depths of the sea, LXXEz.27.4. V Κ. Λέοντος, name of the star Regulus, Gem.3.5. (I.-E. [kcirc ]ṛd-, cf. Lat. cor(d)-, Lith. širdis 'heart', etc.)
German (Pape)
[Seite 1326] ἡ, ion. καρδίη, poet. κραδία u. κραδίη, so bei Hom., der die Form καρδίη nur im Anfang des Verses hat, Il. 2, 452. 11, 12. 14, 152; vgl. κέαρ; – 1) das Herz; ἐν δέ τέ οἱ κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει, schlägt in der Brust, Il. 13, 282, wie πηδᾷ Plat. Conv. 215 d; Ar. Nubb. 1391; ἔξω στήθεος ἐκθρώσκει Il. 10, 94; δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει 13, 442; ἀλέκτορος Aesch. Eum. 823; συός Luc. salt. 85. Häufig als Sitz der Gefühle und Leidenschaften, bes. der Furcht, ἔχων κραδίην ἐλάφοιο Il. 1, 225; ὀρχεῖται καρδία φόβῳ Aesch. Ch. 165, denn bei der Furcht schlägt der Puls schneller; Sitz des Muthes, θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Pind. P. 10, 44; ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε Il. 21, 547, ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ 2, 452; des Zornes, οἰδαίνεται κραδίη χόλῳ Il. 9, 546; ὁπόταν τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pind. P. 8, 9; πάροιθεν δὲ πρώρας δριμὺς ἧσται καρδίας θυμός Aesch. Ch. 386; καρδίᾳ θυμουμένῃ Soph. Ant. 1239; ἔπαυσε καρδίας χόλον Eur. Med. 245; τὸ θυμοειδὲς περὶ τὴν καρδίαν Tim. Locr. 100 a; der Freude, χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Eur. El. 402; der Trauer, ἵξετ' ἄχος κραδίην Il. 23, 47, ἀναστεναχίζειν ἐκ κραδίης 10, 10, ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od. 17, 489, ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il. 2, 171; auch ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἦτορ, 20, 169; ἐντὸς δὲ καρδία στένει Aesch. Spt. 951; der Liebe, καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῷ Eur. Hipp. 27; ἐκ τῆς καρδίας με φιλεῖς, liebst mich von Herzen, Ar. Nubb. 86, wie ἀπὸ καρδίας Theocr. 29, 4 u. N. T. ἐξ ὅλης καρδίας. Aber τὸ ἀπὸ καρδίας λέγειν ist = vom Herzen, von der Leber wegsprechen, Eur. I. A. 475, wie fr. bei Plut. de ad. et am. discr. 31. – Uebh. Neigung, Begierde, oft verbunden κραδίη καὶ θυμός με ἐποτρύνει, z. B. Il. 10, 220, u. κραδίη θυμός τε κελεύει. Dah. κλῦθι μου πρόφρονι καρδίᾳ, mit wohlwollendem Herzen, Aesch. Suppl. 344; σιδηρέη Od. 4, 293, vgl. Il. 3, 60; τίνα οἴει καρδίαν ἔχειν, welche Gesinnung, Plat. Rep. VI, 492 c. – Aber auch der Sitz des Denkvermögens, διχθὰ δὲ κραδίη μέμονε φρεσίν Il. 16, 435, κραδίη πόρφυρε Od. 4, 572, πολλὰ δέ οἱ κρ. προτιόσσετ' ὄλεθρον 5, 389, ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il. 21, 441; ἐν καρδίαις σοφίαν ἐμβάλλειν Pind. Ol. 13, 16; προφθάσασα καρδίαν γλῶσσα Aesch. Ag. 999. – 2) der obere Magenmund, Theocr. 2, 49. – 3) das Mark der Pflanzen, Theophr., auch der Kern des Holzes. – 4) LXX. vrbdt καρδία θαλάσσης, die Tiefe.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. cœur :
1 comme organe du corps;
2 comme siège des passions ou des facultés de l’âme : ἐκ καρδίας φιλεῖν AR aimer de tout cœur ; τὰ ἀπὸ καρδίας ἐρεῖν ou λέγειν EUR parler à cœur ouvert, franchement, librement ; ἐκπέσει φίλας καρδίας EUR tu seras précipité de tes chères espérances;
3 comme siège de l’intelligence;
II. p. anal. orifice supérieur de l’estomac ; estomac.
Étymologie: cf. κέαρ, lat. cor, th. cord-.
English (Slater)
καρδία (cf. κραδία: καρδίᾳ, -ίαν; -ίαις.)
1 heart ἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ (P. 2.91) fig., of the feelings: καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα (O. 5.2) πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.16) βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ (P. 1.11) ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν (P. 3.96) ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9) θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν (P. 10.44) οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν (N. 10.30) τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225.
Spanish
corazón, médula, centro de una rama
English (Abbott-Smith)
καρδία, -ας, ἡ, [in LXX chiefly for לֵבָב ,לֵב;]
the heart,
1.the bodily organ which is regarded as the seat of life ( II Ki 18:14, IV Ki 9:24, al.).
2.In a psychological sense, the seat of man's collective energies, the focus of personal life, the seat of the rational as well as the emotional and volitional elements in human life, hence that wherein lies the moral and religious condition of the man (DB, ii, 317f.; DGG, ii, 344a);
(a)of the seat of physical life ( Jg 19:5, Ps 101 (102):5 103 (104):15): Ac 14:17, Ja 5:5;
(b)of the seat of spiritual life: Mt 5:8, Mk 7:19, Lk 1:51, Ac 5:3, Ro 10:9, 10 Eph 6:5, al.; pl., Mt 9:4, Mk 2:6, al.; opp. to στόμα, χείλεα, πρόσωπον, Mt 15:8, Mk 7:6, Ro 10:8, 9 II Co 5:12; περιτομὴ καρδίας, Ro 2:29; ἐκ κ., Ro 6:17, I Pe 1:22; ἀπὸ τῶν κ., Mt 18:35; ἐν ὅλῃ (ἐξ ὅλης), Mt 22:37, Mk 12:30 (LXX); γινώσκειν (ἐρευνᾶν, δοκιμάζειν) τὰς κ., Lk 16:15, Ro 8:27, I Th 2:4; to think, etc., ἐν τ. κ., Mt 9:4, Mk 2:6, Lk 12:45, Ro 10:6; συνιέναι (νοεῖν) τῇ κ., Mt 13:15, Jo 12:40; ἐπαχύνθη ἡ κ.,Mt 13:15 (LXX); πωροῦν τὴν κ., Jo 12:40; κ. εὐθεῖα, Ac 8:21; πονηρά, He 3:12; ἀμετανόητος, Ro 2:5; εἶναι (ἔχειν) ἐν τῇ κ., II Co 7:3, Phl 1:7; ὀδύνη τῇ κ., Ro 9:2.
3.Of the central or innermost part of anything (of the pith of wood, Arist.): τ. γῆς, Mt 12:40 (Cremer, 343ff.).