πειθαρχέω

From LSJ
Revision as of 17:44, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθαρχέω Medium diacritics: πειθαρχέω Low diacritics: πειθαρχέω Capitals: ΠΕΙΘΑΡΧΕΩ
Transliteration A: peitharchéō Transliteration B: peitharcheō Transliteration C: peitharcheo Beta Code: peiqarxe/w

English (LSJ)

   A obey one in authority, abs., πειθαρχεῖ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος Eup.232, cf.Arist.Pol.1262b3 : mostly c. dat., π. πατρί S.Tr.1178 ; τοῖς νόμοισι Ar.Ec.762 ; τοῖς ἐφεστῶσι X.Mem.3.5.19, cf. Pl.R.538d; ὡς ἂν . . τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς π. Cratin.139 ; τοῖς προσταχθεῖσιν Isoc.3.13 ; τῷ λόγῳ Arist.Pol.1295b6 : c. gen. (cf. πείθω B. 1.3), ἐπιταγμάτων Epist. Darei in SIG22.7 (v B. C.) ; στρατηγοῦ OGI12.11 (Priene, iii B. C.), cf. 244.38 (Syria, ii B. C.) ; τινος PGiss.2.16 (ii B. C.) :—Med., ἔθνος . . πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον Hdt.5.91.

German (Pape)

[Seite 543] dem Vorgesetzten gehorchen oder folgen, übh. gehorsam sein, τινί; Soph. Tr. 1168; Eur. I. A. 1120; τοῖς νόμοις, Ar. Eccl. 762; Plat. Rep. VII, 538 d; Isocr. 3, 12. 4, 103; Pol. 3, 4, 3 u. öfter, u. Sp. – Her. braucht in demselben Sinne das med, ἔθνος ἀσθενὲς καὶ πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον, 5, 91.

Greek (Liddell-Scott)

πειθαρχέω: μέλλ. -ήσω, πείθομαι τῷ ἄρχοντι, τῷ προϊσταμένῳ, εἶμαι εὐπειθής, ὑπακούω, ἀπολ., καὶ τἆλλα πειθαρχεῖ καλῶς ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 2, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 14· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., π. πατρὶ Σοφ. Τρ. 1178· τοῖς νόμοις Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 762· τοῖς ἐφεστῶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 19, πρβλ. Πλάτ. 538D· ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς ἡμῶν πειθαρχῇ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 2· τοῖς προσταχθεῖσιν Ἰσοκρ. 29C· τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 4.— Τὸ μέσον κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρ’ Ἡροδ., ἔθνος ... πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον 5. 91.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
obéir aux magistrats ou aux lois ; en gén. obéir à, τινι.
Étymologie: πείθαρχος.

English (Strong)

from a compound of πείθω and ἄρχω; to be persuaded by a ruler, i.e. (genitive case) to submit to authority; by analogy, to conform to advice: hearken, obey (magistrates).