περιπατέω

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπᾰτέω Medium diacritics: περιπατέω Low diacritics: περιπατέω Capitals: ΠΕΡΙΠΑΤΕΩ
Transliteration A: peripatéō Transliteration B: peripateō Transliteration C: peripateo Beta Code: peripate/w

English (LSJ)

   A walk up and down, as in a cloister, opp. βαδίζειν (take a walk), ἐν ταῖς στοαῖς Dicaearch. ap. Plu.2.796d ; walk about, Ar.Eq. 744, V.237 ; περιπατῶν ἀνδριάς Alex.204 ; ἐν τῷ καταστέγῳ δρόμῳ Pl. Euthd.273a ; π. ἄνω κάτω Ar.Lys.709 ; π. περιπάτους X.Mem.3.13.5, cf. Men.Pk.156 ; περιπατεῖται ἡ ὁδός the road is for walking on, A.D. Synt.279.19 : c. acc., traverse, ὅλην τὴν Αἴγυπτον POxy.471.124 (ii A.D.).    2 walk about while teaching, discourse, Pl.Ep.348c, D.L.7.109 ; π. ἐς τοὺς ἀκροωμένους dispute, argue with them, Philostr.VA 1.17, cf. 7.22.    3 metaph., walk, i.e. live, Phld.Lib.p.12 O. ; κατὰ τὴν παράδοσιν Ev.Marc.7.5 ; ἀτάκτως 2 Ep.Thess.3.6.

German (Pape)

[Seite 586] herumgehen; Ar. Lys. 709; περίπατον, Xen. Mem. 3, 13, 5; Plat. u. A.; bes. herumspazieren u. dabei über philosophische Gegenstände sprechen, wie es vorzugsweise Aristoteles zu halten pflegte, Plat. Ep. VII, 348 c; oft bei Sp., wie Plut. u. Luc.; περιπατεῖν εἰς τοὺς ἀκροωμένους, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

περιπᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, περιπατῶ, κάμνω γύρους π.χ. εἰς ὑπόστεγον μέρος, ἀντιθέτως πρὸς τὸ βαδίζω (ἐξέρχομαι εἰς περίπατον), Δικαίαρχ. παρὰ Πλουτ. 2. 796D· - περιπατῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 741, Σφ. 237, Πλάτ. Εὐθύδημ. 273Α· π. ἄνω κάτω Ἀριστοφ. Λυσ. 709· π. περίπατον Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5· περιπατεῖται ἡ ὁδός, εἶναι κατάλληλος διὰ περίπατον, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 276. 2) περιπατῶ διδάσκων, συζητῶν, Πλάτ. Ἐπιστ. 348C, Διογ. Λ. 7. 109· περιπατῶ εἴς τινας, ὁμιλῶ, διδάσκω αὐτούς, Φιλόστρ. 21. 372· πρβλ. περιπατητικός. 3) καθόλου, ὡς καὶ νῦν, περιπατῶ, Πλάτ., κλπ. 4) μεταφορ., περιπατῶ, δηλ. ζῶ, διάγω, περιπατεῖν κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων Εὐαγγ. κατὰ Μάρκον ζ΄, 5, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Θεσσ. γ΄, 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
circuler, aller et venir, se promener ; particul. se promener en conversant.
Étymologie: περί, πατέω².

English (Strong)

from περί and πατέω; to tread all around, i.e. walk at large (especially as proof of ability); figuratively, to live, deport oneself, follow (as a companion or votary): go, be occupied with, walk (about).