προσεύχομαι
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
fut.
A -ξομαι A.Ag.317:—offer prayers or vows, θεοῖς A. l.c., cf. E.Hipp.116, al., etc.; τῷ ἡλίῳ Pl.Smp.220d; θεῷ π. σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Id.Criti.106a, cf. X.Cyr.2.1.1. 2 c. acc., π. τὸν θεόν address him in prayer, Ar.Pl.958, cf. E.Tr.887. 3 abs., offer prayers, worship, Hdt.1.48, A.Pr.937, S.Ant.1337, etc.; π. γλώσσῃ, πνεύματι, νοΐ, 1 Ep.Cor.14.14,15. II c. acc. rei, pray for a thing, νίκην πολέμου X.HG3.2.22: c.inf., ἕλκειν τὸ βέδυ π. Philyll.20; ζῆσαι προσεύχου pray for life, Epigr.Gr.1040.11 (Adada): folld. by τοῦ c. inf., Ep.Jac.5.17; π. ἵνα... περί τινων ὅπως, Ev.Matt.24.20, Act.Ap. 8.15.
German (Pape)
[Seite 763] dep. med., zu einer Gottheit beten, bitten, flehen, geloben, θεῷ, Aesch. Ag. 308, wie Eur. Andr. 1118; τοῖς ἀγάλμασιν , Hipp. 116, u. öfter; τῷ θεῷ προσεύχομαι σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι, Plat. Critia. 106 a; προσευχώμεθα αὐτοῖν ἐκφανῆναι, Euthyd. 288 c, u. öfter; Xen. Cyr. 3, 3, 57; auch νίκην, um Sieg, Hell. 3, 2, 22; ohne einen solchen Zusatz, anbeten, verehren, Aesch. Prom. 939; Soph. Ant. 1318; Her. 1, 48; bei Ar. Plut. 958 auch τὸν θεόν.
Greek (Liddell-Scott)
προσεύχομαι: μέλλ. -ξομαι· ἀποθ.˙ ― ὡς καὶ νῦν, παρακαλῶ προσευχόμενος, τῷ θεῷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 317, Εὐρ., κτλ.˙ τῷ ἡλίῳ Πλουτ. Συμπ. 220D· πρ. τῷ θεῷ σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Πλάτ. Κριτί. 136 Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1. 2) μετ’ αἰτ., πρὸς τὸν θεόν, προσφωνῶ ἐν προσευχῇ, προσεύχομαι πρός…, Ἀριστοφ. Πλ. 958, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 887. 3) ἀποθ., κάμνω προσευχήν, λατρεύω, Ἡρόδ. 1. 48, Αἰσχύλ. Πρ. 937, Σοφ. Ἀντ. 1337, κτλ. ΙΙ. πρ. τι, προσεύχομαι, παρακαλῶ ὑπέρ τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22˙ μετ’ ἀπαρ., ζῆσαι προσεύχου, ὑπὲρ τῆς ζωῆς σου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. Kaib. 1040. 11.
French (Bailly abrégé)
1 adresser une prière τῷ θεῷ ou τὸν θεόν à la divinité ; avec un inf. : demander aux dieux de ; abs. adorer, prier;
2 demander par une prière, acc..
Étymologie: πρός, εὔχομαι.
English (Strong)
from πρός and εὔχομαι; to pray to God, i.e. supplicate, worship: pray (X earnestly, for), make prayer.