φυλακτήριον
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
τό,
A guarded post, fort, castle, Hdt.5.52: esp. an outpost communicating with fortifications, Th.4.31,33,110, X.Cyr. 7.5.12: pl., guardrooms, Arist.Pol.1331a20. 2 safeguard, security, Pl.Lg.917b: preservative, D.6.24; amulet, Dsc.5.154, Plu. 2.378b, etc.; among the Jews φυλακτήρια were small rolls of parchment with texts from the Law written on them, bound to the forehead by persons praying, Ev.Matt.23.5; φ. χρυσᾶ, symbols denoting the kingdoms of Upper and Lower Egypt, OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.); amulet, PMag.Lond.121.298 (pl.); metaph., τὸ ὄνομά σου ἔχω ἓν φ. ἐν καρδίᾳ PMag.Leid.W.18.2. 3 perh. guard or chain, PLond.ined.2199.
German (Pape)
[Seite 1313] τό, 1) Ort, Posten, fester Platz, wo sich Wächter, Besatzungen befinden, Wachtposten, besetzter Platz; Her. 5, 52; Thuc. 4, 31. – Bes. ein mit den Thürmen der Stadtmauern verbundener Ort für die Wächter, ein Wachthaus; Plat. Rep. IV, 424 c Legg. XII, 962 c; Xen. Cyr. 7, 5,12; Arist. pol. 7, 10. – 2) ein Verwahrungs- oder Schutzmittel, ein Amulet; ἓν δέ τι κοινὸν ἡ φύσις τῶν εὖ φρονούντων ἐν αὑτῇ κέκτηται φυλακτήριον Dem. 6, 24; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλακτήριον: τό, θέσις ἰσχυρὰ φρουρουμένη, φρούριον, Ἡρόδ. 5. 52· μάλιστα δὲ προμαχὼν ἔχων συγκοινωνίαν μετὰ τῶν τελείων καὶ μεγάλων φρουρίων, Λατ. statio, Θουκ. 4. 31, 33, 110, Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 5, 12, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1, κλπ. 2) μέσον ἀσφαλείας, ἀσφάλεια, Πλάτ. Νόμ. 917Β· μέσον διατηρήσεως Δημ. 71. 24· ὡς καὶ νῦν φυλακτήριον, κοινῶς «φυλακτάρι» ἢ «φυλακτόν», Διοσκ. 5. 159, Πλούτ. 2. 378Β, κλπ.· παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις φυλακτήρια ἦσαν λωρίδες μεμβράνης φέρουσαι ἐπιγεγραμμένα χωρία τοῦ Νόμου, ἃς περιέδενον περὶ τὸ μέτωπον ὅτε προσηύχοντο, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 5· οὕτω, φ. χρυσᾶ, ἃ ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς τῆς Αἰγύπτου, Lap. Rosett. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 45.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 lieu pour garder, poste, corps de garde;
2 moyen de garder ; préservatif, talisman, amulette.
Étymologie: φυλάσσω.
Spanish
English (Strong)
neuter of a derivative of φυλάσσω; a guard-case, i.e. "phylactery" for wearing slips of Scripture texts: phylactery.