σωφρονίζω

From LSJ
Revision as of 17:50, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονίζω Medium diacritics: σωφρονίζω Low diacritics: σωφρονίζω Capitals: ΣΩΦΡΟΝΙΖΩ
Transliteration A: sōphronízō Transliteration B: sōphronizō Transliteration C: sofronizo Beta Code: swfroni/zw

English (LSJ)

   A recall a person to his senses, chasten, E.Fr.209, Pl.Grg.478d, X.Cyr. 8.6.16, etc.; ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανή ib.3.1.20; τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σ. D.25.93: folld. by inf., ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι κτλ. Ep.Tit.2.4:—Pass., to be chastened, learn self-control, Th.6.78, X.Cyr.3.1.19, etc.    2 of passions, things, etc., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Antipho 2.3.3; οὐ τὴν λαγνείαν λιμῷ σ. X.Mem.2.1.16; ἀμπνοὰς σ. to pant less violently, E.HF869 (troch.); τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ. to reduce the expenses of government at home, Th.8.1.

German (Pape)

[Seite 1062] zur Besonnenheit bringen, klug machen, witzigen, bessern, durch Ermahnungen od. Strafen; οὐδέ σ' αἱ τύχαι σεσωφρονίκασιν, Eur. Troad. 350; Antiph. 4 γ 2; Thuc. 6, 78; σωφρονίζει καὶ δικαιοτέρους ποιεῖ ἡ δίκη, Plat. Gorg. 478, l, u. öfter; dah. auch strafen, züchtigen, δι' ἀκολασίαν αὐτοὺς σεσωφρονίσθαι, Phaed. 69 a; im Zaum halten, τὴν λαγνείαν λιμῷ, Xen. Mem. 2, 1, 16, u. öfter, u. Sp., wie Luc. Alex. 21.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ― σώφρονα ποιῶ, κάμνω τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ συνετισθῇ, νὰ γίνῃ φρόνιμος, νὰ βάλῃ γνῶσιν, παιδεύω, τιμωρῶ, Εὐρ. Τρῳ. 350, Ἀποσπ. 208, Ἀντιφῶν 118. 16, Πλάτ., κλπ.· ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανὴ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 20· τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σωφρ. Δημ. 798. 7. ― Παθ., κολάζομαι, τιμωροῦμαι, γίνομαι σώφρων, ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, Θουκ. 6. 78, Ξεν., κλπ. 2) ἐπὶ παθῶν, πραγμάτων, κλπ., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Ἀντιφῶν 118. 16· σ. τὴν λαγνείαν λιμῷ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16· σ. ἀμπνοάς, ἀναπνέω μετ’ ἐλάσσονος σφοδρότητος, Εὐρ. Ἡσρ. Μαιν. 869· τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ., περιορίζω τὰς δαπάνας τῆς κυβερνήσεως τῆς πόλεως, Θουκ. 8. 1. ΙΙ. ἀμεταβ. = σωφρονέω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 5. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.

French (Bailly abrégé)

I. rendre modéré, sensé, sage;
II. 1 donner une leçon, corriger ; châtier, acc.;
2 réprimer, contenir : ἐς εὐτέλειαν THC ramener (les dépenses) à la simplicité, réduire les dépenses.
Étymologie: σώφρων.

English (Strong)

from σώφρων; to make of sound mind, i.e. (figuratively) to discipline or correct: teach to be sober.