πρωτεύω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτεύω Medium diacritics: πρωτεύω Low diacritics: πρωτεύω Capitals: ΠΡΩΤΕΥΩ
Transliteration A: prōteúō Transliteration B: prōteuō Transliteration C: proteyo Beta Code: prwteu/w

English (LSJ)

(πρῶτος)

   A to be the first, hold first place, And.4.41 (s.v.l.), Pl.Lg.692d, Arist.EN1124b23; οἱ πρωτεύοντες the primates or chief men in a city, Hdn.8.7.2, cf. Isoc.5.68; hold position of πρῶτος (q.v.), MAMA4.151 (Apollonia); π. τοῦ ἔθνους OGI563.6 (Cadyanda).    II with a modal word added, to be first in a thing, καρτερίᾳ X.Ages.10.1; βδελυρίᾳ Aeschin.1.192; γένει Is.1.21; ἐν ἕδρᾳ X.Cyr.8.4.5; περὶ κακίαν Aeschin.2.159; φιλίᾳ π. παρὰ τῷ Κύρῳ X.Cyr.8.2.28, cf. Isoc.3.60; ἐν τούτοις (sc. ἐπιτηδεύμασιν) Id.7.48.    2 c. gen. pers., to be first of or among, Ἑλλήνων ib.6; τῶν ῥητόρων Aeschin.1.171, cf. X.Ages.1.3; π. Ἑλλάδος εἰς ἀρετήν Epigr.Gr.489: also π. ἐν τοῖς Ἕλλησι Isoc.8.24; ἐν τῷ δήμῳ D.19.297.    III = προτερέω, excel, π. τῆς Ἀρτέμιδος ταῖς κυνηγεσίαις D.S.4.81.

German (Pape)

[Seite 804] der erste sein, den ersten Rang einnehmen; ἡ πρωτεύουσα πόλις ἐν τοῖς τότε χρόνοις, Plat. Legg. III, 692 d; πρωτεύειν φιλίᾳ παρά τινι, Xen. Cyr. 8, 2, 28, u. öfter; Andoc. 4, 41; γένει, Is. 1, 21; περί τι, Aesch. 2, 159; παρά τινι, Isocr. 3, 60; ἐν τῷ δήμῳ, Dem. 19, 297; u. Sp., οἱ πρωτεύοντες, Luc. de salt. 79; πάντων κάλλει, vor Allen den Vorzug an Schönheit haben, Alle an Schönheit übertreffen; πρεσβείας ἔπεμπον ἀπὸ τῶν πρωτευόντων παρ' αὐτοῖς ἀνδρῶν, Hdn. 8, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτεύω: (πρῶτος)· - ῥῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πρῶτος, προέχω, Ἀνδοκ. 34. 24, Πλάτ. Νόμ. 692D, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 27· οἱ πρωτεύοντες, οἱ πρῶτοι ἄνδρες πόλεώς τινος, οἱ προὔχοντες, Ἰσοκρ. 95D, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 8. 7, 3· ὁ πρωτεύων, ὡς τιμητικὸν ἐπίθετ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8627, - 31, - 51. ΙΙ. μετὰ προσδιορισμοῦ, εἶμαι ὁ πρῶτος ἔν τινι πράγματι, καρτερίᾳ Ξεν. Ἀγησ. 10. 1· βδελυρίᾳ Αἰσχίν. 27. 18· γένει Ἰσαῖ. 37. 25· ἐν ἕδρᾳ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· περὶ κακίαν Αἰσχίν. 49. 29· φιλίᾳ πρ. παρὰ τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 8. 2, 28, πρβλ. Ἰσοκρ. 39Β, 149C. 2) μετὰ γεν. προσ., εἶμαι πρῶτος ἐκ ἢ μεταξύ…, ἀνώτερός τινος, Ἑλλήνων Ἰσοκρ. 141Β· τῶν ῥητόρων Αἰσχίν. 24. 27, πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 1. 3· πρ. τῆς Ἀρτέμιδος ταῖς κυνηγεσίαις Διόδ. 4. 81· πρ. Ἑλλάδος εἰς ἀρετὴν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 489· -ὡσαύτως, πρ. ἐν τοῖς Ἕλλησι Ἰσοκρ. 164Β· ἐν τᾦ δήμῳ Δημ. 436. 15. - Ἴδε Κόντου Παντοῖα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΖ΄, σ. 315.

French (Bailly abrégé)

être le premier, tenir le premier rang : φιλίᾳ παρά τινι XÉN occuper la première place dans l’amitié de qqn ; avec un gén. de pers. : τινός, l’emporter sur qqn ; τινὸς περί τι l’emporter sur qqn en qch.
Étymologie: πρῶτος.

English (Strong)

from πρῶτος; to be first (in rank or influence): have the preeminence.