πρῷρα
English (LSJ)
[ᾰ in nom. and acc. sg., A.Supp.716, S.Ph.482, Fr.726, E.Hel.1563, 1582, Or.362, IT1134 (lyr.); nom. πρῷρ' with elision in IG2.2836; acc. πρῴρᾱν is f.l. in A.R.1.372; πρῴρην is found in codd. of Hdt.1.194, 7.180], ἡ,
A forepart of a ship, prow, εἰς ἴκρια νηὸς πρῴρης Od.12.230 (here prob. adjectival with νηός), cf. Hdt. ll.cc., etc.; πνεῦμα τοὐκ πρῴρας a contrary wind, opp. κατὰ πρύμναν, S.Ph. 639. 2 metaph., πρῷρα βιότου the prow of life's vessel, i.e. early youth, E.Tr.103 (anap.); ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία thou who art first entitled to it, S.Fr.726; πάροιθεν πρῴρας . . καρδίας before my heart's prow, in front of my heart, A.Ch.390 (lyr.). 3 end of a vinebranch, Thphr.HP2.1.3 (cj. in CP3.14.7). (Written πρώρρα in Plb. 8.6.1, al., but πρωιρ- in PSI4.382.2 (iii B.C.), cf. πρῳρατικός; κυανοπρωΐρους [] is cited by EM692.32 from Hom., and κυανοπρώϊραν from Simon.241: hence πρῷρα is prob. contr. from a word of the form, but whether from *πρώειρα, as inferred by Hdn. Gr.2.410, is doubtful; perh. from *πρώαιρα, cf. νείαιρα; -πρωῑρ- in Hom. and Simon. may have arisen by 'distraction' of the contracted form.)
Greek (Liddell-Scott)
πρῷρα: ἡ, (οὐχὶ πρώρα, διότι εἶναι συνῃρ. ἐκ τοῦ πρώειρα, καὶ Δωρικός τις τύπος πρώιρα ἀπαντᾷ παρὰ Σιμωνίδ. 32, πρβλ. Δινδ. εἰς Σοφ. Φοιν. 482), ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. η΄)· - τοὺς τύπους πρῴρη, πρῴρην ἀποδοκιμάζει παρ’ Ἡροδ. ὁ Δινδ. de Dial. Hdt. xi· ἐξ ἴσου δὲ ἡμαρτημένως ἔχουσιν οἱ τύποι πρῴρᾱ, πρῴρᾱν, συχνάκις ἀπαντῶντες ἐν ἐκδόσεσι τῶν πεζῶν συγγραφέων, καθότι ὁ τύπος πρῷρᾰ ἔχει βεβαιωθῇ ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν: (πρό). Ὡς καὶ νῦν, τὸ πρόσθιον μέρος πλοίου, κοινῶς «πλῴρη», Λατιν. prora, εἰς ἴκρια νηὸς ἔβαινον πρῴρης Ὀδ. Μ. 230· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττικ.· πνεῦμα τοὐκ πρῴρας, ἐναντίος ἄνεμος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ πρύμναν, Σοφ. Φιλ. 639. 2) μεταφορ., πρῷρα βιότου, ἡ πρῷρα τοῦ πλοίου τοῦ βίου, δηλ. ἡ πρώτη νεότης, Εὐρ. Τρῳ. 103· ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία, ἡ πρώτη ἔχουσα δικαιώματα σπονδῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 650b· πάροιθεν πρῴρας… καρδίας, ἔμπροσθεν τῆς καρδίας μου, Αἰσχύλ. Χο. 390· (ἐντεῦθεν τὰ σύνθετα καλλίπρῷρος, βούπρῳρος, κτλ·).
French (Bailly abrégé)
mieux que πρῴρα, ας (ἡ) :
proue, partie antérieure d’un navire ; πνεύμα τοὐκ πρῴρας SOPH vent qui vient de la proue, càd vent contraire.
Étymologie: fém. d’un masc. *πρῶρος de *πρόερος, Cp. de πρό.
English (Thayer)
(so R G, πρῷρα Tr), more correctly πρῷρα (see Göttling, Lehre v., Accent, p. 142 f; (Chandler § 164; Etym. Magn., p. 692,34 f; cf. 318,57f; cf. Iota)),. πρώρας (L T WH πρῴρης, cf. μάχαιρα, at the beginning), ἡ (contracted from προειρα from πρό; Lob. Pathol. Element. 2:136, cf. Paralip., p. 215), from Homer down; the prow or forward part of a ship (R. V. foreship): ἡ πρύμνα.