κατακόπτω
English (LSJ)
A cut down, fell, of trees, in Pass., Thphr.HP3.15.1, CP2.15.4, etc. 2 cut in pieces, cut up, Hdt.1.48,73, 2.42, Ar.Av.1688 (Pass.), etc.; κρέα Pl.Euthd.301c; κατακοπείς cut in pieces, Hdt.8.92. 3 cut down, massacre, butcher, Id.6.75, Th.7.29:—Pass., ὥσπερ βόες κατεκόπησαν Phld.Rh.1.235S. 4 in a military sense, cut in pieces, 'cut up', τὴν μόραν D.13.22:—Pass., κατακοπῆναι X.An.1.2.25; κατακεκόψεσθαι ib.1.5.16. 5 κ. πληγαῖς τινα PLips.37.20 (iv A.D.), etc. 6 generally, break in pieces, destroy, στεφάνους D. 22.70; κέραμον Plb.5.25.3; ἔρια ὑπὸ τῶν σέων κατακοπτόμενα fretted in pieces, Ar.Lys.730, cf. Luc.Ind.1: metaph., κ. τὴν ἀρχήν Plu. Demetr.30; κατακέκοπταί οἱ τὸ τῆς ψυχῆς γαῦρον Id.2.762f; κατεκόπημεν ἄν we should have been made mince-meat of, Pl.Com.35. 7 weary, bore, Anaxipp.1.23, Men.Sam.70,77. 8 Rhet., λέξις -κεκομμένη 'staccato', jerky composition, Demetr.Eloc.4. 9 in Med., μαστοὺς κατεκόψατο, in vehement grief, Epigr.Gr.316 (Smyrna). II strike with a die, coin bullion into money, Hdt.3.96; τὸν θρόνον ὄντα ἀργυροῦν X.HG1.5.3; τὰς Χρυσᾶς πλίνθους εἰς νόμισμα D.S.16.56, cf. Demetr.Eloc.281, Lib.Or.14.45.
German (Pape)
[Seite 1355] nieder-, zusammenhauen, tödten; Her. 1, 73; Xen. Hell. 4, 8, 30; κατακοπῆναι An. 1, 2, 25; κατακεκόψεσθαι 1, 5, 16; Thuc. 7, 29, vgl. 4, 128; Folgde überall; übtr., wie unser »Einen todt machen«, Anaxipp. Ath. VIII, 404 b; – schlachten, κατεκόπησαν Ar. Av. 1686; κριὸν κατακόψαι καὶ ἀποδεῖραι Her. 2, 42; Theocr. 14, 14. – Zerschneiden, zernagen; ἔρια ὑπὸ τῶν σέων κατακοπτόμενα Ar. Lys. 730; στεφάνους, τὰ πομπεῖα, Dem. 24, 161. 178; zerschlagen, τὰ ἀγάλματα D. Sic. 16, 57; τὸν κέραμον Pol. 5, 25, 3; übertr., τὸ θράσος ἐκκέκλασται καὶ κατακέκοπται Plut. amator. 18; – χρυσίον, ausprägen, Geld schlagen, Her. 3, 96, woran man auch Xen. Hell. 1, 5, 3 denken kann; τὰς χρυσᾶς πλίνθους κατέκοψεν εἰς νόμισμα D. Sic. 16, 56. – Med. eigtl. sich schlagen, τινά, ihn betrauern, Sp. Vgl. simplex.
Greek (Liddell-Scott)
κατακόπτω: μέλλ. -ψω, κόπτων καταρρίπτω· ἐπὶ δένδρων, κλαδεύω, ἀκρωτηριάζω, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 4, κτλ. 2) κόπτω εἰς τεμάχια, «κομματιάζω», Ἡρόδ. 1. 48, 73., 2. 42, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1688, κτλ.· (μαγείρῳ προσήκει) σφάττειν τε καὶ ἐκδέρειν καὶ τὰ σμικρὰ κρέα κατακόψαντα ἕψειν τε καὶ ὀπτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 301C· κατακοπείς, κεκομμένος εἰς τεμάχια, «κομματιασμένος», Ἡρόδ. 8. 92. 3) φονεύω, «πετσοκόφτω», ὁ αὐτ. 1. 207., 6. 75, Ἀττ. 4) ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, κατακόπτω, καταστρέφω, τὴν μόραν Δημ. 172. 26· οὕτως ἐν τῷ Παθ., κατακοπῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 25· κατακεκόψεσθαι αὐτόθι 5. 16. 5) καθόλου, θραύω εἰς τεμάχια, καταστρέφω, στεφάνους Δημ. 615. 16· κέραμον Πολύβ. 5. 25, 3· ἔρια ὑπὸ τῶν σέων κατακοπτόμενα (Br. κατακαπτόμενα), τριβόμενα, τρωγόμενα, ὡς καὶ νῦν λέγομεν, Ἀριστοφ. Λυσ. 730· καταπονῶ, κατακουράζω, ὅπως μὴ κατακόπτωσι τοὺς ἵππους οἱ τελευταῖοι τὸν ἡγεμόνα διώκοντες Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 5·― μεταφ., κ. τὴν ἀρχὴν Πλουτ. Δημήτρ. 30· τὸ τῆς ψυχῆς γαῦρον ὁ αὐτ. 2. 762F· κατεκόπημεν ἄν, ἠθέλομεν «πετσοκοπῇ», Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορτ.» 8· σύνθεσις κατακεκομμένη, κατακερματισμένη, ὁ λόγος ὁ συγκείμενος ἐκ μικρῶν κόλων ἢ προτάσεων. 6) ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, μαστοὺς κατεκόψατο Ἑλλ. Ἐπιγρ. 316, ἐν σφοδρᾷ θλίψει, ὅταν τις κόπτῃ, τύπτῃ ἑαυτόν· συχνὸν τὸ μέσ. ἐπὶ τοιαύτης σημασίας παρὰ Χρυσοστόμ., ἐπί τινι· κ. καὶ καταξαίνειν τὰς παρειάς. ΙΙ. κόπτω εἰς νομίσματα, χρυσίον Ἡρόδ. 3. 96· τὸν θρόνον ὄντα ἀργυροῦν Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 3· τὰς χρυσᾶς πλίνθους εἰς νόμισμα Διόδ. 16. 56, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. § 298.
French (Bailly abrégé)
f. κατακόψω;
1 enlever à l’emporte-pièce ; frapper avec un coin, frapper en forme de monnaie : χρυσίον HDT frapper de la monnaie d’or ; τὸν θρόνον ὄντα ἀργυροῦν XÉN frapper sur une monnaie un trône en argent;
2 mettre en pièces, détruire, tuer, faire périr.
Étymologie: κατά, κόπτω.
English (Strong)
from κατά and κόπτω; to chop down, i.e. mangle: cut.
English (Thayer)
1. to cut up, cut to pieces (see κατά, III:4); to slay: Herodotus and following
2. to beat, bruise: ἑαυτόν λίθοις, to cut, gash, mangle).