σκύλλω
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
Ev.Marc.5.35, aor.
A ἔσκῡλα Hdn.(v. infr.):—Pass., v. infr.; aor. ἐσκύλθην Eust.769.41, 1516.57; also ἐσκύλην [ῠ] (v. infr.): pf. ἔσκυλμαι (v. infr.):—= τοῖς ὄνυξι σπᾶν, Hsch.; aor. inf. σκοῦλαι (perh. Lacon.),= κνῆσαι, Id.:—Pass., σκύλλονται, of dead bodies torn by fish, A.Pers.577 (lyr.); ἔσκυλται . . κίκιννος is dishevelled, AP5.174 (Mel.); ἔσκυλται δὲ κόμη ib.258 (Paul. Sil.). 2 maltreat, molest, τοὺς ἐν [τοῖς ἱεροῖς] ἀποτεταγμένους Sammelb.6236.22 (i B.C.); ὃς δὲ ἂν σκύλῃ [τὸ μνῆμα] IG14.1901 (Rome), cf. AP3.6 (Inscr. Cyzic.), CIG3757 (Nicaea), 4077 (Ancyra):—Pass., UPZ107.8,16 (ii B.C.). 3 trouble, annoy, τὴν ἀσθενοῦσαν Sor.2.11; σκύλας καὶ ὑβρίσας Hdn.7.3.4; σ. τὸν στρατόν Id.4.13.3; τί σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; Ev.Marc. l.c., cf. Ev.Luc.8.49; σκῦλον σεαυτὸν πρὸς ἡμᾶς φέρων . . τὴν ὕαλον bestir yourself (i.e. hurry) to us with... PFay.134.2 (iv A.D.):—Pass. and Med., μὴ σκύλλου trouble not thyself, Ev.Luc.7.6; σκυλῆναι πρὸς Τιμόθεον take the trouble to go to T., POxy.123.10 (iii/iv A.D.); σκυλῆναι ἀνέξεται; will he trouble to come? Phoeb.Fig.p.44S.; σκῦλαι (imper. Med.) σεαυτὸν καὶ κτλ. PBaden 33.6 (ii A.D.); ἐσκυλμένοι Ev.Matt.9.36; σκύλλεται καὶ καταπονεῖται Diog.Oen.1. II Med., σκύλαιο κάρη shave the patient's head, Nic.Al.410.
German (Pape)
[Seite 907] eigtl. die Haut abziehen, schinden, auch das Haar ausraufen, σκύλαιο κάρη, Nic. Al. 410; übh. zerraufen, zerreißen, pass., Aesch. Pers. 569; ἔσκυλται, Mel. 60 (V, 175); überh. plagen, Sp., wie Hdn. 4, 13; Hesych. erkl. ἐσκύλατο, διεσπάσατο.
Greek (Liddell-Scott)
σκύλλω: ἀόρ. ἔσκῡλα. - Παθ., ἀόρ. ἐσκύλθην Εὐστ. 769. 41., 1516. 57· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως ἐσκύλην [ῠ]· πρκμ. ἔσκυλμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ παράγονται καὶ τὰ σκῦλον, σκύλμα, σκυλμός, Σκύλλα, σκύλαξ· - ὁ Κούρτ. παραβάλλει καὶ τὸ κοσκυλμάτια, Λατ. qui-squil-iae). Σπαράττω, διασχίζω, ξεσχίζω, «μαδῶ». - Μέσ., σκύλαιο κάρη, εἴθε νὰ μαδήσῃς τὴν κεφαλήν σου, Νικ. Ἀλεξιφ. 412. - Παθητ., σκύλλονται, ἐπὶ νεκρῶν σωμάτων, σχίζονται ὑπὸ τῶν ἰχθύων, σπαράττονται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 577· ἔσκυλται ... κίκιννος Ἀνθ. Π. 5. 175· ἔσκυλται δὲ κόμη αὐτόθι 259. 2) μεταφορ., ταράττω, εἰς ταραχὴν ἐμβάλλω, δυσαρεστῶ, ἐνοχλῶ, Λατ. vexare, σκύλας καὶ ὑβρίσας Ἡρῳδιαν. 7. 3· σκ. τὸν στρατὸν ὁ αὐτ. 4. 13· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 35, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 49· - Παθ. καὶ μέσ., μὴ σκύλλου, μὴ λάμβανε τὸν κόπον ..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 6· σκυλῆναι πρός τινα, ἐνοχλοῦμαι, ὑποβάλλομαι εἰς κόπον διά τινα, Ἐκκλ.· ἐσκυλμένοι Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκύλλειν· τὸ τοῖς ὄνυξι σπᾶν».
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔσκυλα;
Pass. ao. ἐσκύλθην, ao.2 ἐσκύλην, pf. ἔσκυλμαι;
I. écorcher, déchirer, dépouiller;
II. 1 arracher les cheveux;
2 tourmenter;
Moy. σκύλλομαι se tourmenter.
Étymologie: R. Σκυλ, couvrir ; cf. σκῦλον, lat. quisquiliae.
English (Strong)
apparently a primary verb; to flay, i.e. (figuratively) to harass: trouble(self).
English (Thayer)
perfect passive participle ἐσκυλμενος; present middle imperative 2nd person singular σκύλλου; (σκῦλον, which see);
a. to skin, flay (Anthol.).
b. to rend, mangle (Aeschylus Pers. 577); to vex, trouble, annoy (Herodian, 7,3, 9 (4)): τινα, ἐσκυλμένοι (Vulg. vexati) (R. V. distressed), G L T Tr WH; middle to give oneself trouble, trouble oneself: μή σκύλλου, Luke 7:6.