ἀκρεμών

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρεμών Medium diacritics: ἀκρεμών Low diacritics: ακρεμών Capitals: ΑΚΡΕΜΩΝ
Transliteration A: akremṓn Transliteration B: akremōn Transliteration C: akremon Beta Code: a)kremw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ (for the accent v. Hdn.Gr.1.33, -έμων in most codd.): (ἄκρος):—

   A bough, branch, Thphr.HP1.1.9; οἱ ἀ. τῶν κλάδων Ael.NA4.38, cf. Simon.183, E.Cyc.455, Theoc.16.96, A.R.2.1101.

German (Pape)

[Seite 81] όνος, ὁ (so accentuiren Arcad. u. Suid., der ἡγεμών vgl.; gew. ἀκρέμων), Spitze des Astes, Ast (von ἄκρος, nach Theophr. οἱ ἀπὸ τοῦ καυλοῦ ἢ στελέχους σχιζόμενοι, τὸ ἐκ τούτων βλάστημα κλάδος, Zweig), ἐλαίας Eur. Cycl. 454; ἔσχατος Theocr. ep. 1, 6; öfter in Anthol., wo χρύσειοι ἀκρ., goldner Kopfschmuck, Ant. Sid. 34 (Pl. 176); Opp. auch von Hörnern, Cyn. 2, 303.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
branche, rejeton.
Étymologie: ἄκρος.

Spanish (DGE)

-όνος, ὁ

• Grafía: acent. ἀκρέμων Phys.A 57.2, Opp.C.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων
1 ramo, retoño, vástago φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.Cyc.455, cf. Thphr.HP 1.1.9, Theoc.16.96, Ep.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε (Βάκχος) Nonn.D.36.309
fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί Phys.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.
2 fig. persona destacada Epiph.Const.Haer.68.1.8.

Greek Monolingual

ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων)
μσν.
(για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης)
αρχ.
1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά
2. η άκρη του κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι
3. (γενικότερα) το άκρο
«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῑς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)
4. (μτφρ.) «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από τη βοτανική ορολογία και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο κλαδί» σε αντίθεση με τη λ. κλάδος, που σήμαινε γενικά «το κλαδί». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρίζα ak, και προήλθε πιθανώς αναλογικά κατά το πρότυπο του ἀγρεμών. Από τον ίδιο τόπο, με παρετυμολογική σύνδεση προς το ρ. κρεμάννυμι, αποσπάστηκε η λ. κρεμών.
ΠΑΡ. ἀκρεμονικός. Βλ. και λήμμα ακ-].