κυκλεύω

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλεύω Medium diacritics: κυκλεύω Low diacritics: κυκλεύω Capitals: ΚΥΚΛΕΥΩ
Transliteration A: kykleúō Transliteration B: kykleuō Transliteration C: kykleyo Beta Code: kukleu/w

English (LSJ)

A wind round, περὶ τὸν περινεὸν κ. τὸ ὀθόνιον Hp.Art.14.
2 traverse, μιᾶς ἡμέρας κ. περίοδον Str.6.3.7, cf. J.AJ9.3.1, Supp.Epigr.2.530 (Puteoli); ἥλιος κ. τὴν γῆν Cleom.1.2.
3 work a water-wheel, PLond.1.131.495 (ii A.D.).
b irrigate by means of a water-wheel, PGrenf.1.58.7 (vi A.D.).
II circumvent, surround, App.BC4.71 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1526] in einem Kreise herumdrehen, umdrehen, umwenden (s. das Folgde), sich im Kreise umwenden, einen Kreis bilden, beschreiben, Strab. VI, 283 u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλεύω [κύκλος] (om...) wikkelen:. παρὰ τὴν ἄκανθαν κυκλεύοντες τὸ ὀθόνιον het verband langs de ruggengraat eromheen wikkelend Hp. Art. 14. omsingelen. NT.

Spanish

moverse en círculo, girar

Greek Monolingual

κυκλεύω (AM) κύκλος
1. περιστρέφω κυκλικά («περὶ τὸν περινεὸν κυκλεύειν τὸ ὀθόνιον», Ιπποκρ.)
2. περικλείω κάτι με κύκλο («κυκλεύειν ἅπαν τὸ στράτευμα», Ονήσ.)
3. περιέρχομαι κυκλικά («τὴν γῆν περιιὼν καὶ κυκλευὼν ὁ ἥλιος», Κλεομήδ.)
4. διανύω («ὅσον δὴ μιᾱς ἡμέρας περίοδον κυκλεύσαντι», Στράβ.)
5. αρδεύω με υδροστρόβιλο
αρχ.
1. χειρίζομαι υδροστρόβιλο
2. (μτφ. συμπεριλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλεύω: κάμνω κύκλον, περιέρχομαι κυκλικῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· κ. περίοδον μιᾶς ἡμέρας Στράβ. 283· ἥλιος κ. τὴν γῆν Κλεομήδ. 1. 2 (σ. 18 Bäke). ΙΙ. περιορίζω ἐντὸς κύκλου, περιβάλλω, περικυκλώνω, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 71.

Chinese

原文音譯:kuklÒw 去克羅哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:(四周圍
字義溯源:環繞,圍著,圍繞,圍住,圍困;源自(κύκλῳ)=在圈內,四周);而 (κύκλῳ)出自(κυκλόθεν)X*=循環,環)
同源字:1) (κυκλόθεν)周圍 2) (κυκλεύω / κυκλόω)環繞 3) (κύκλῳ)在圈內 4) (περικυκλόω)四圍環繞比較: (περιάγω)=走遍
出現次數:總共(5);路(1);約(1);徒(1);來(1);啓(1)
譯字彙編
1) 圍著(2) 約10:24; 徒14:20;
2) 圍住(1) 啓20:9;
3) 他們圍繞(1) 來11:30;
4) 圍困(1) 路21:20

Léxico de magia

moverse en círculo, girar al pronunciar una fórmula ἐπίλεγε καὶ τοῦτον τὸν λόγον τοῖς τέσσαρσιν ἀνέμοις κυκλεύων πρὸς ἄνεμον pronuncia también esta fórmula a los cuatro vientos, girando en la dirección del viento P III 273

French (New Testament)

1 (intr.) décrire un cercle autour
2 (tr.) encercler ; entourer, envelopper ; investir, environner de tous côtés
κύκλος