λογία
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
late spelling of λογεία (q.v.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
collecte pour les pauvres.
Étymologie: λέγω².
German (Pape)
ἡ, Sammlung, Collekte für Arme, K.S.
Russian (Dvoretsky)
λογία: ἡ λέγω II] сбор пожертвований NT.
Greek (Liddell-Scott)
λογία: ἡ, συλλογή, συνεισφορὰ ὑπὲρ τῶν πτωχῶν, Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. 16. 1· καθ’ Ἡσύχ. λογεία.
English (Strong)
from λόγος (in the commercial sense); a contribution: collection, gathering.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λογία: ἡ (λέγω Β), συλλογή, συνεισφορά υπέρ των φτωχών, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
λογία, ἡ, [λέγω2]
a collection for the poor, NTest.