προσλαλέω
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
talk to or with, τινι Antiph.218.3, Henioch.4.3: abs., Thphr. Char.7.5, PMich.Zen.80.5,7 (iii B.C.); π. ἑαυτῷ τὰ Πινδαρικά Plu.2.602f.
German (Pape)
[Seite 771] zu Einem schwatzen, zu od. mit Einem reden, anreden, τινί, Luc. Nigr. 7, 18; so ist auch bei Henioch. com. bei Ath. IX, 408 a προσλελαληκέναι für προσλελακέναι geändert.
French (Bailly abrégé)
προσλαλῶ :
s'entretenir avec : τινί τι avec qqn de qch.
Étymologie: πρός, λαλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λαλέω kletsen met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσλᾰλέω: обращаться с речью, говорить (τινι Plut., Luc., NT): π. ἑαυτῷ τὰ Πινδαρικά Plut. повторять про себя пиндаровские стихи.
English (Strong)
from πρός and λαλέω; to talk to, i.e. converse with: speak to (with).
English (Thayer)
προσλάλω; 1st aorist infinitive προσλαλῆσαι; with τίνι, to speak to: ὑμῖν (some say μοι (see παρακαλέω, I.)), Theophrastus, Plutarch, Lucian).
Greek Monotonic
προσλᾰλέω: μέλ. -ήσω, μιλώ σε ή μαζί με κάποιον, τινί, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
προσλαλέω: ὁμιλῶ πρός τινα ἢ μετά τινος, τινὶ Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1. Θεοφρ. Χαρ. 7. πρ. ἑαυτῷ τὰ Πινδαρικὰ Πλούτ. 2. 602Ε.
Middle Liddell
fut. ήσω
to talk to or with, τινί Theophr.
Chinese
原文音譯:proslalšw 普羅士-拉累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向著-說
字義溯源:訓誡,說話,講道,談論;由(πρός)=向著)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 說話(1) 徒28:20;
2) 談論(1) 徒13:43