ἀφοβία

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφοβία Medium diacritics: ἀφοβία Low diacritics: αφοβία Capitals: ΑΦΟΒΙΑ
Transliteration A: aphobía Transliteration B: aphobia Transliteration C: afovia Beta Code: a)fobi/a

English (LSJ)

ἡ, fearlessness, Pl. Lg. 649a sq., Arist.EN 1107b1, Plu. Cleom. 9, Onos. 13.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 impavidez, intrepidez τῆς δὲ ἀφοβίας καὶ τοῦ λίαν θαρρεῖν Pl.Lg.649a, ὁ μὲν τῇ ἀφοβίᾳ ἀνώνυμος Arist.EN 1107b1, ἐπιστώσαντο τὴν ἀφοβίαν Onas.13.3, cf. Plu.Cleom.30, Cor.18, ἐκέλευσε τῷ σαλπιγκτῇ ὑποσημῆναι σημεῖον ἀφοβίας Polyaen.4.3.26, ἀ. μεγίστη τὸ φοβεῖσθαι τοὺς νόμους Synes.Ep.2, cf. D.P.Au.1.32
c. gen. impavidez ante τῶν μελλόντων Epicur.Ep.[4] 122.8, θανάτου Plot.1.6.6.
2 falta de temor a Dios, impiedad Thdt.M.80.952A.

German (Pape)

[Seite 413] ἡ, Furchtlosigkeit, Plat. Legg. I, 649 a; Plut. Sol. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de crainte.
Étymologie: ἄφοβος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφοβία:бесстрашие, неустрашимость Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοβία: ἡ, τὸ μὴ φοβεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 649Α, κἑξ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 2.

Greek Monolingual

η (AM ἀφοβία) άφοβος
έλλειψη φόβου, γενναιότητα
αρχ.-μσν.
1. το να μη φοβάται κανείς τον θεό, η ασέβεια
2. το να μη φοβάται κανείς τις δυσκολίες της ζωής.

Greek Monotonic

ἀφοβία: ἡ, αφοβία, έλλειψη φόβου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From ἄφοβος
fearlessness, Plat.

Translations