ὡσπερεί
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
or ὥσπερ εἰ, Adv.
A just as if, with indic., ὥσπερ εἰ παρεστάτεις A.Ag.1201; with opt., ὥσπερ τις εἴ σοι.. μηδὲν διδοίη S.OC 776; τὸ ὡσπερεὶ φάναι to say 'as it were', Longin.32.3; ὅμοια ὥ. εἰ.. X.Smp.4.37: with Nouns or parts., as it were, ὡ. ψῆτταν Ar. Lys.115; ὡ. προκείμενον Id.Ec.537; ἃ ὡ. στοιχεῖα τῶν ἄλλων ἐστί Pl.Cra.422a.
II ὥσπερ ἂν εἰ or ὡσπερανεί (prop. elliptical for ὥσπερ ἂν ἦν, εἰ... or the like), Id.Grg.479a, Prt.311b, Isoc.4.148, X.Cyr.1.3.2; Dor. ὥσπερ αἰκ ἐξ ἑνὸς κελεύματος κεχάναντι they gape as it were 'by numbers' Sophr.25; ὥσπερ οὖν ἂν εἰ with impf., Pl.R. 420c: cf. ὥσπερ 1.2.
German (Pape)
[Seite 1422] adv., wie οἱονεί, gleichsam wie wenn, gewissermaßen; übh. gleichsam; Tragg. u. in Prosa; ὡςπερεὶ φάναι, so zu sagen.
French (Bailly abrégé)
conj.
comme si ; avec un verbe ou avec un subst. comme si c'était.
Étymologie: ὥσπερ, εἰ.
English (Strong)
from ὥσπερ and εἰ; just as if, i.e. as it were: as.
English (Thayer)
(ὥσπερ and εἰ (Tdf Proleg., p. 110)), adverb, from Aeschylus down, as, as it were: 1 Corinthians 15:8.
Greek Monolingual
και ὥσπερ εἰ Α
επίρρ. ακριβώς σαν να («ὥσπερ εἰ παρεστάτεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥσπερ + εἰ].
Russian (Dvoretsky)
ὡσπερεί: тж. раздельно как (если) бы, как будто, словно Aesch. etc.
Chinese
原文音譯:æspere⋯ 何士-胚而-誒
詞類次數:副詞(1)
原文字根:正如-即使-若
字義溯源:就像,有如;由(ὥσπερ)=正如)與(εἰ)*=若)組成,而 (ὥσπερ)又由(ὡς / ὡσάν)*=好像)與(περ)=多,果然)組成,其中 (περ)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 有如(1) 林前15:8