αναδέω

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

ἀναδέω (ΑΜ)
Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά.
ΙΙ. μέσ.
1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ
μσν.
μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με στεφάνι, στεφανώνω
2. αναφέρω, ανάγω «Ἑκαταίῳ... ἀναδήσαντι τὴν πατριὴν ἐς ἐκκεδέκατον θεόν» (Ηρόδ. 2, 143) ΙΙ. μέσ.
1. δένω κάτι επάνω μου με σκοινί
2. (για πλοία) προσδένω και σύρω, ρυμουλκώ
3. κάνω κάποιον ή κάτι να εξαρτάται από κάπου, προσηλώνω, εξαρτώ
ΙΙΙ. παθ. είμαι εφοδιασμένος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δέω.
ΠΑΡ. ανάδεση (-ις) αρχ. ἀναδέσμη, ἀνάδετος, ἀνάδημα
νεοελλ.
αναδένω, αναδετικός].