αναδέω

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

ἀναδέω (ΑΜ)
Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά.
ΙΙ. μέσ.
1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ
μσν.
μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με στεφάνι, στεφανώνω
2. αναφέρω, ανάγω «Ἑκαταίῳ... ἀναδήσαντι τὴν πατριὴν ἐς ἐκκεδέκατον θεόν» (Ηρόδ. 2, 143) ΙΙ. μέσ.
1. δένω κάτι επάνω μου με σκοινί
2. (για πλοία) προσδένω και σύρω, ρυμουλκώ
3. κάνω κάποιον ή κάτι να εξαρτάται από κάπου, προσηλώνω, εξαρτώ
ΙΙΙ. παθ. είμαι εφοδιασμένος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δέω.
ΠΑΡ. ανάδεση (-ις) αρχ. ἀναδέσμη, ἀνάδετος, ἀνάδημα
νεοελλ.
αναδένω, αναδετικός].