ανακλίνω

Greek Monolingual

ἀνακλίνω)
1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω
2. ανασηκώνω
3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.)
αρχ.
1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ
2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω
3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι
4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω
5. (για σεισμό) ανατρέπω, καταστρέφω
6. φρ. «ἀνακλίνω ἑμαυτὸν ἐπὶ τὸ ἐναντίον», για ναύτες που παλεύουν εναντίον του ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλίνω.
ΠΑΡ. ανάκλιντρο(ν), ανάκλιση(-ις)
αρχ.
ἀνακλισμός, ἀνάκλιτος.