αναποδιάζω
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
ανάποδα
Ι. (μτβ.)
1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω
2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη
3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση
4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω-κάτω»
5. αλλάζω, μεταβάλλω κάτι
ΙΙ. (αμτβ.)
1. αλλάζω προς το χειρότερο, χειροτερεύω
2. συναντώ εμπόδια, αποτυγχάνω
ΙΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) φέρομαι άσχημα, γίνομαι δύστροπος και κακότροπος
ΙV. (η παθ
μτχ. ως επίθ.) αναποδιασμένος -η, -ο
1. εξασθενημένος, καχεκτικός
2. (για επιχειρήσεις, εργασίες κ.λπ.) αυτός που δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο μη επιτυχημένος
3. δύσθυμος, κακόκεφος
4. αντίξοος, δύσκολος
5. δύστροπος, ιδιότροπος.