αἴλινος
English (LSJ)
ὁ,
A cry of anguish, dirge, αἴλινον αἴλινον εἰπέ A.Ag.121 (lyr.), cf. S.Aj.627 (lyr.), E.Or.1395; of an epitaph, AP6.348 (Diod.); said to be from αἶ Αίνον ah me for Linos! cf. Paus.9.29.8.
2 Adj., αἴλινος, ον, mournful, plaintive, αἰλίνοις κακοῖς E.Hel.171; βρέφος αἴ. unhappy, IG14.1502: neut. pl. αἴλινα as adverb, Call.Ap.20, Mosch.3.1: hence αἰλινέω sing a dirge, cj. in Dosiad.Ara15.
Spanish (DGE)
(αἴλῐνος) -ον
1 triste κακοί E.Hel.172, αὐδή AP 5.248 (Paul.Sil.), γράμμα AP 6.348 (Diod.)
•neutr. plu. como adv. desoladamente οὐδὲ Θέτις Ἀχιλῆα κινύρεται αἴλινα μήτηρ Call.Ap.20.
2 de pers. digno de lástima, desgraciado βρέφος IUrb.Rom.1177 (II/III d.C.), cf. SEG 42.1684.9 (imper.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plaintif, désolé ; ὁ αἴλινος chant plaintif, lamentation.
Étymologie: αἶ, Λίνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἴλινος -ον [msch. αἴ, λίνος, volksetym. αἶ Λίνον: ach, Linus]
1. jammerlijk, beklagenswaardig, droevig.
2. subst. ὁ αἴλινος jammerklacht, klaagzang:. αἴλινον αἴλινον εἰπέ zing het klaaglied, het klaaglied Aeschl. Ag. 121.
German (Pape)
ὁ (αἶ Λίνος, eigtl. ein Klagegesang auf Linus, vgl. Λίνος), das Klagelied, Soph. αἴλινον ἥσει Aj. 616; αἴλινον εἰπέ Ag. 120, 137, 154; Eur. αἴλινον ἰαχεῖ Herc.Fur. 348. Dann adj., jammernd, kläglich, κακά Hel. 171; αἴλινον ἀρχὰν θανάτου βάρβαροι λέγουσι Or. 1392; αὐδή Paul.Sil. 4 (V.248); γράμμα Diod. 7 (VI.348);
adv., αἴλινα στοναχεῖτε Mosch. 3.1; κινύρεται Callim. Ap. 20.
Russian (Dvoretsky)
αἴλῐνος:
I ὁ жалобная песня, причитание Trag.
жалобный, скорбный Eur., Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: song of mourning (trag.), sometimes as adj. plaintive (E. Hel. 171),
Other forms: αἴλινα as adverb (Call.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Etym. unknown. Boisacq's Phrygian origin is without support (cf. ἔλεγος). Seems derived from the interjektion αἴ and λίνος (q.v.).
Middle Liddell
1. a plaintive dirge, Trag.; (said to be from αἶ Λίνον, ah me for Linus! v. Λίνος II.)
2. adj. αἴλινος, ον, mournful, plaintive, Eur.:— neut. pl. αἴλινα as adv., Mosch.
English (Slater)
αἴλινος i. e. αἶ Λίνου,
1 dirge (v. Fraenkel on Agam. 121) ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμενι, the dirge for Linos Θρ. 3. 6.
Greek Monotonic
αἴλῐνος: ὁ,
1. γοερό μοιρολόι, σε Τραγ. (παραδίδεται ότι προήλθε από το αἶ Λίνον = αχ! τον Λίνο!, βλ. Λίνος II).
2. επίθ., αἴλινος, -ον, θρηνητικός, λυπητερός, γοερός, σε Ευρ.· ουδ. πληθ. αἴλινα, ως επίρρ., σε Μόσχ.
Greek (Liddell-Scott)
αἴλῐνος: ὁ, ἰσχυρὰ καὶ ἀγρία θρηνώδης ἀναφώνησις, πένθιμον μέλος ἐπαλαμβανόμενον, αἴλινον, αἴλινον εἰπέ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 121 (λυρ.)· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 627, Εὐρ. Ὀρ. 1395· (λέγεται δὲ ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ αἶ Λίνον = ἂχ τὸν Λίνον, Παυσ. 9. 29, 8· ἴδε ἐν λ. Λίνος). ΙΙ ἐπιθ. αἴλινος, ον, = θρηνώδης, θρηνητικός, αἰλίνοις κακοῖς, Εὐρ. Ἑλ. 171· βρέφος αἴλ., δυστυχές, Συλλ. Ἐπιγρ. 6251· οὐδ. πληθ. αἴλινα, ὡς ἐπίρρ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 20. Μόσχ. 3.1.
Frisk Etymology German
αἴλινος: {aílinos}
Forms: wovon αἴλινα als Adverb (Kall., Mosch.).
Grammar: m.
Meaning: Klaggesang (Trag. u. a.), vereinzelt auch adjektivisch gebraucht klagend (E. Hel. 171),
Etymology: Etymologie unbekannt; Boisacq vermutet phrygische Herkunft (wie für ἔλεγος). Der Anklang an die Interjektion αἴ und an λίνος (s. d.) kann nicht zufällig sein.
Page 1,39