γομόω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γομόω Medium diacritics: γομόω Low diacritics: γομόω Capitals: ΓΟΜΟΩ
Transliteration A: gomóō Transliteration B: gomoō Transliteration C: gomoo Beta Code: gomo/w

English (LSJ)

load, γομώσων τὸν ὄνον Babr.111.9, cf. PFlor.129.5 (iii A. D.), etc.:—Pass., ἅμαξα ξύλων γεγομωμένη Edict.Diocl.14.8.

Spanish (DGE)

1 cargar τὸν ὄνον Babr.111.9, τὰ τρ[ία κα] μήλια PFlor.167.ue.6 (III d.C.), τὰ πλοῖα PKöln 199.7 (IV d.C.), c. ac. del cargamento ἀπόστειλον αὐτὰ (τὰ καμήλια) ... ὅπως γομώσῃ τὰ ξύλα PFlor.129.5 (III d.C.)
en v. pas. γομωθέντα τὰ πλοῖα PBeatty Panop.2.111 (IV d.C.), cf. POxy.938.6 (III/IV d.C.), PHamb.229.4 (VI d.C.)
c. gen. estar cargado de ἅμαξα ξύλων γεγομωμένη DP 14.8, τὸ πετεινὸν ... γεγομωμένον τῶν ἀρωμάτων Phys.A 26.3, cf. 45.3
fig. de pers. que han bebido τί γὰρ ἀπλήστως ἐγόμωσας; Hierocl.Facet.119.
2 llenar en v. pas. γομοῦνται ὑμῶν οἱ δύο μεγάλοι λάκκοι Cyr.S.V.Euthym.44
fig. c. dos ac. γομώσας τὸν ἀέρα λόγους Dial.Tim.et Aquil.79ue.

German (Pape)

[Seite 500] ein Schiff befrachten, Sp.

French (Bailly abrégé)

γομῶ :
part. f. γομώσων;
charger (d'un fardeau).
Étymologie: γόμος.

Russian (Dvoretsky)

γομόω: нагружать, навьючивать (ὄνον Babr.).

Greek (Liddell-Scott)

γομόω: (γόμος) φορτώνω, γομώσων τὸν ὄνον Βάβρ. 111. 9, ἴδε Ἡσύχ.

Greek Monotonic

γομόω: μέλ. -ώσω (γόμος), φορτώνω, σε Βάβρ.

Middle Liddell

γόμος
to load, Babr.