γυρῖνος
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
γυρῖνος (so Hdn.Gr.1.183) or γύρινος, ὁ, tadpole, [βάτραχος] γ. Pl.Tht.161d, cf. Arat.947; χείρους γυρίνων οἱ ῥήτορες Lib.Decl.26.36.
Spanish (DGE)
(γυρῖνος) -ου, ὁ
• Alolema(s): γύρινος Hsch.
renacuajo Arat.947, Plin.HN 9.159, Ael.NA 1.58, Hdn.Gr.1.183, Hsch.γ 1028, de individuos poco sensatos οὐδὲν βελτίων βατράχου γυρίνου Pl.Tht.161d, o poco eficaces χείρους τῶν γυρίνων οἱ ῥήτορες Lib.Decl.26.36, cf. tb. γέρυνος.
• Etimología: De γυρός q.u.
German (Pape)
[Seite 512] ὁ, auch γύρινος geschrieben, vgl. Arcad. 65;, Kaulquappe, Froschbrut, Plat. Theaet. 161 c; Ael. H. A. 1, 58.
French (Bailly abrégé)
ou γύρινος, ου (ὁ) :
têtard de grenouille ou de crapaud, animal.
Étymologie: γῦρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυρῖνος of γύρινος -ου, ὁ [γυρός] kikkervisje.
Russian (Dvoretsky)
γῡρῖνος: и γύρῖνος ὁ (тж. βάτραχος γ. Plat.) головастик Plut.
Greek Monolingual
ο (Α γυρίνος) γυρός
η προνυμφική μορφή τών άνουρων αμφιβίων μετά την εκκόλαψη τους
νεοελλ.
μικρό κολεόπτερο σαρκοφάγο.
Greek Monotonic
γῠρῖνος: ή γύρῑνος, ὁ (γυρός), νεογέννητος βάτραχος, ο βάτραχος που δεν είναι ακόμα πλήρως ανεπτυγμένος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
γῠρῖνος: ἢ γύρῑνος (Ἀρκάδ. 65. 16), ὁ, ὁ μήπω πόδας ἔχων βάτραχος, κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ κυκλοτεροῦς σχήματος, βάτραχος γ. Πλάτ. Θεαιτ. 161D· πρβλ. γέρυνος. [ῠ, Ἄρατ. 947.]
Frisk Etymological English
See also: s. γυρός.
Middle Liddell
γυρός
a tadpole, Plat.
Frisk Etymology German
γυρῖνος: {gurĩnos}
See also: s. γυρός.
Page 1,335