γυρῖνος

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠρῖνος Medium diacritics: γυρῖνος Low diacritics: γυρίνος Capitals: ΓΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: gyrînos Transliteration B: gyrinos Transliteration C: gyrinos Beta Code: guri=nos

English (LSJ)

γυρῖνος (so Hdn.Gr.1.183) or γύρινος, ὁ, tadpole, [βάτραχος] γ. Pl.Tht.161d, cf. Arat.947; χείρους γυρίνων οἱ ῥήτορες Lib.Decl.26.36.

Spanish (DGE)

(γυρῖνος) -ου, ὁ
• Alolema(s): γύρινος Hsch.
renacuajo Arat.947, Plin.HN 9.159, Ael.NA 1.58, Hdn.Gr.1.183, Hsch.γ 1028, de individuos poco sensatos οὐδὲν βελτίων βατράχου γυρίνου Pl.Tht.161d, o poco eficaces χείρους τῶν γυρίνων οἱ ῥήτορες Lib.Decl.26.36, cf. tb. γέρυνος.
• Etimología: De γυρός q.u.

German (Pape)

[Seite 512] ὁ, auch γύρινος geschrieben, vgl. Arcad. 65;, Kaulquappe, Froschbrut, Plat. Theaet. 161 c; Ael. H. A. 1, 58.

French (Bailly abrégé)

ou γύρινος, ου (ὁ) :
têtard de grenouille ou de crapaud, animal.
Étymologie: γῦρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυρῖνος of γύρινος -ου, ὁ [γυρός] kikkervisje.

Russian (Dvoretsky)

γῡρῖνος: и γύρῖνος ὁ (тж. βάτραχος γ. Plat.) головастик Plut.

Greek Monolingual

ο (Α γυρίνος) γυρός
η προνυμφική μορφή τών άνουρων αμφιβίων μετά την εκκόλαψη τους
νεοελλ.
μικρό κολεόπτερο σαρκοφάγο.

Greek Monotonic

γῠρῖνος: ή γύρῑνος, ὁ (γυρός), νεογέννητος βάτραχος, ο βάτραχος που δεν είναι ακόμα πλήρως ανεπτυγμένος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

γῠρῖνος: ἢ γύρῑνος (Ἀρκάδ. 65. 16), ὁ, ὁ μήπω πόδας ἔχων βάτραχος, κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ κυκλοτεροῦς σχήματος, βάτραχος γ. Πλάτ. Θεαιτ. 161D· πρβλ. γέρυνος. [ῠ, Ἄρατ. 947.]

Frisk Etymological English

See also: s. γυρός.

Middle Liddell

γυρός
a tadpole, Plat.

Frisk Etymology German

γυρῖνος: {gurĩnos}
See also: s. γυρός.
Page 1,335