δεκατευτήριον
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
τό, office for collection of δεκάτη, custom-house, X.HG1.1.22.
Spanish (DGE)
-ου, τό
oficina para la percepción del diezmo, aduana X.HG 1.1.22, Poll.9.28, Procop.Arc.25.16, Agath.5.12.4, Men.Prot.6.1.324, Sud.
German (Pape)
[Seite 543] τό, das Zollhaus, wo der Zehend eingenommen wird, Xen. Hell. 1, 1, 22; von Seezöllen, vgl. Böckh Staatshaush. I p. 359 ff.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bureau de perception de la dîme.
Étymologie: δεκατεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκατευτήριον -ου, τό [δεκατευτής] douanekantoor.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰτευτήριον: τό место взимания десятины (10% стоимости товаров), т. е. таможня Xen.
Greek Monolingual
δεκατευτήριον, το (Α) δεκατεύω
γραφείο για τη συλλογή ή είσπραξη της δεκάτης.
Greek Monotonic
δεκατευτήριον: τό, τόπος στον οποίο πληρώνεται η δεκάτη, τελωνείο, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατευτήριον: τό, = δεκατηλόγιον, τόπος ἐν ᾧ πληρώνονται τὰ δέκατα, τελωνεῖον, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 22· πρβλ. B öckh Ath. Staatsh. 2. 31, 41.