δελφινίζω
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
duck like a dolphin, τὸ κάρα Luc. Lex.5.
Spanish (DGE)
zambullirse cual delfín τὸ κάρα Luc.Lex.5.
German (Pape)
[Seite 544] wie ein Delphin köpflings untertauchen, κάρα Luc. Lexiph. 5.
French (Bailly abrégé)
seul. part. ao. δελφινίσαντες;
plonger à la manière d'un dauphin : τὸ κάρα LUC sa tête.
Étymologie: δελφίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δελφινίζω [δελφίς] als een dolfijn duiken:. τὸ ψυχροβαφὲς κάρα δ. ‘wat hun in koud water gedompelde hoofd betreft duiken als een dolfijn’ (expres omslachtig geformuleerd voor ‘als een dolfijn met het hoofd voorover in het koude bad duiken’) Luc. 46.5.
Russian (Dvoretsky)
δελφῑνίζω: погружать(ся) как дельфин: τὸ ψυχροβαφὲς κάρα δ. Luc. нырять, как дельфин, головой в холодную воду.
Greek (Liddell-Scott)
δελφῑνίζω: μέλλ. –ίσω, βυθίζομαι, κολυμβῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ὡς ὁ δελφίς, τὸ κάρα Λουκ. Λεξιφ. 5.
Greek Monolingual
δελφινίζω (Α) δελφίς
κολυμπώ σαν δελφίνι, βουτώ σαν δελφίνι («κάρα δελφινίσαντες περιένεον ὑποβρύχιοι θαυμασίως» — αφού έκαναν βουτιά με το κεφάλι κολυμπούσαν κάτω από το νερό).