διάμεσος
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
διάμεσον, midway between: οἱ δ. the middle class, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I 1arq. medianero, divisorio χῶμα IG 22.244.14 (IV a.C.), τοῖχος IG 11(2).156A.38, ID 324.24 (ambas III a.C.), τεῖχος Olymp.in Grg.7.3.
2 intermedio πλήρης ἐστὶ σφυγμὸς ὁ δ. πρὸς τὴν ἁφὴν ὑποπίπτων Gal.19.404, οὐκ ἐπὶ μόνης δὲ τῆς καταρχῆς τῶν χρόνων ... ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς διαμέσοις no sólo al comienzo de los tiempos ... sino también en el tiempo intermedio Vett.Val.279.4, μηδεμιᾶς διαμέσου ἐναλλαγῆς προσώπου γενομένης no mediando ningún cambio de persona Eus.M.23.1149A.
II subst. οἱ διάμεσοι la clase media Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διάμεσος: -ον, ὁ ἐν τῷ μέσῳ μεταξύ, τὸ δ., τὸ ἐν τῷ μεταξὺ μέρος, Δίων Κ. 46. 35· - οἱ δ., ἡ μεσαία τάξις, Ἡσύχ. «οἱ μέσοι τῶν πλουσίων καὶ πενήτων».
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάμεσος, -ον) μέσος
μσν.- νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται στο μέσον ή μεταξύ (τοπικά και χρονικά) άλλων
νεοελλ.
1. αυτός που μεσιτεύει, που μεσολαβεί σε μια υπόθεση
2. το θηλ. ως ουσ. η διάμεσος
η διάμεσος τριγώνου, η ευθεία που ενώνει την κορυφή τριγώνου με το μέσον της απέναντι πλευράς
4. (για τόπο και χρόνο) το ουδ. ως ουσ. α) το διάμεσον
το κενό διάστημα μεταξύ δύο μερών ή γεγονότων
β) το νεύρο μεταξύ του προσώπου και του ακουστικού νεύρου
γ) μουσ. το ιντερμέτζο, μουσικό κομμάτι που παρεμβάλλεται σε ευρύτερη μουσική σύνθεση
δ) το μέντιουμ με τηλεπαθητικές ικανότητες
αρχ.
(το αρσ. στον πληθ.) οι διάμεσοι
η μεσαία τάξη.
German (Pape)
in der Mitte zwischen etwas befindlich, DC. 46.35.