διαιθριάζω

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαιθριάζω Medium diacritics: διαιθριάζω Low diacritics: διαιθριάζω Capitals: ΔΙΑΙΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: diaithriázō Transliteration B: diaithriazō Transliteration C: diaithriazo Beta Code: diaiqria/zw

English (LSJ)

become clear and fine, ἐδόκει διαιθριάζειν it seemed like ly to be fine, X.An.4.4.10 (or, it seemed best to bivouac).

Spanish (DGE)

hacerse claro, sereno, serenarse el tiempo ἐδόκει διαιθριάζειν X.An.4.4.10.

German (Pape)

[Seite 579] sich aufklären, vom Himmel, Xen. An. 4, 4, 10.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être tout à fait clair ou serein en parl. du temps.
Étymologie: δίαιθρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαιθριάζω [δίαιθρος] opklaren.

Russian (Dvoretsky)

διαιθριάζω: (о погоде или небе) быть ясным или проясняться (ἐδόκει δ. Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διαιθριάζω: μέλλ. -άσω, γίνομαι αἴθριος, ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐδόκει διαιθριάζειν Ξεν. Ἀν. 4. 4, 10.

Greek Monolingual

διαιθριάζω (Α)
διαιθριάζει
ξαστερώνει.

Greek Monotonic

διαιθριάζω: μέλ. -άσω, γίνομαι ολότελα καθαρός και αίθριος, ξαστερώνω· ἐδόκει διαιθριάζειν, φαινόταν να ξανοίγει, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. άσω
to become quite clear and fine, ἐδόκει διαιθριάζειν it seemed likely to be fine, Xen.