διαπόντιος
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
διαπόντιον,
A beyond sea, γᾶ A.Ch.352 (lyr.); στράτευμα Hermipp.58; πόλεμοι Th.1.141; λήμματα revenues, Antiph.196.8; πρεσβεία IGRom.4.881 (Tacina).
II across the sea, δ. πέτεσθαι Alex. 210; ναύτης δ. μονόμαχος Secund.Sent.18.
Spanish (DGE)
-ον
1 que está, procede de o tiene lugar al otro lado del mar γᾶ A.Ch.352, στράτευμα Hermipp.57.1, στρατεία X.HG 6.2.16, Plu.Alc.19, cf. D.S.16.62, πόλεμος Th.1.141, Plb.1.71.7, 18.35.1, ἐναντίωσις Chio 16.1, λήμματα Antiph.194.8, συμμαχία D.S.12.82, θεοί Plu.2.407f, ἀρχή D.H.7.71, ἀγῶνες D.C.Epit.8.8.1, πορεῖαι S.E.P.2.244, πρεσβεῖαι IGR 4.881 (Tacina, Pisidia III d.C.), τυρός Str.9.1.11, usos atributivos τοὺς συμμάχους ὄντας διαποντίους D.S.11.37
•usos pred. al otro lado del mar πλευσεῦμαι κἠγὼν δ. Theoc.14.55, διαπόντιον ἕλκειν ἄνδρα ... ἐπισταμένη (una mujer) capaz de arrastrar a un hombre al otro lado del mar, AP 5.205, διαποντίους δυνάμεις ... ἐξέπεμπον D.S.16.34, διαπόντιον τὴν ἱκεσίαν τοξευόμενος Hld.9.5.2
•que llega hasta el otro lado del mar, e.e. muy difundido de un poema, Sch.Pi.P.8.46b.
2 subst. ἡ δ. la tierra al otro lado del mar ὠρέχθησαν τῆς διαποντίου D.H.1.90.
German (Pape)
[Seite 597] 1) jenseits des Meeres, γᾶ Aesch. Ch. 847; πόλεμος, mit überseeischen Feinden, Thuc. 1, 141, wie Pol. 1, 71. 18, 18; στρατεία Xen. Hell. 6, 2, 9, wie Plut. Alc. 19; ἀρχή, überseeische Provinz. Dion. Hal. 7, 71; σύμμαχοι D. Sic. 11, 37 u. a. Sp. – 2) über das Meer hin; δ. πέτεται Alexis Ath. IV, 165 a; πλευσοῦμαι δ. Theocr. 14, 55; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se trouve au delà de la mer, ultrapontin : γᾶ διαπόντιος ESCHL terre d'outre-mer ; πόλεμος διαπόντιος THC guerre d'outre-mer;
2 qui traverse la mer.
Étymologie: διά, πόντος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πόντιος -ον overzees.
Russian (Dvoretsky)
διαπόντιος:
1 заморский (γᾶ Aesch.; πόλεμος Thuc. Polyb., Plut.; στρατεία Xen., Plut.; σύμμαχοι Diod.);
2 отправляющийся за море (δ. πέταται Plut.): πλευσοῦμαι δ. - v.l. βασεῦμαι - Theocr. я поплыву за море.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM διαπόντιος, -α, -ον)
1. αυτός που προέρχεται από το πέλαγος ή που το διασχίζει
2. αυτός που βρίσκεται πέρα από τη θάλασσα, ο υπερπόντιος
μσν.
φρ. «διαπόντια χρήματα» — ναυτικό δάνειο.
Greek Monotonic
διαπόντιος: -ον, υπερπόντιος, Λατ. transmarinus, σε Αισχύλ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόντιος: -ον, πέραν τῆς θαλάσσης, Λατ. transmarinus, γῆ Αἰσχύλ. Χο. 352· στράτευμα Ἕρμιππ. Στρατ. 1· πόλεμος Θουκ. 1. 141· πρεσβεία Συλλ. Ἐπιγρ. 3956b. II. εἰς τὸ ἀντικρὺ μέρος τῆς θαλάσσης, δ. πέτεσθαι Ἄλεξ. Συναπ. 2. - Ἐπίρρ. διαποντίως Ζωναρ. ἐν Συντ. Καν. τ. 3, σ. 456.
Middle Liddell
δια-πόντιος, ον adj
beyond sea, Lat. transmarinus, Aesch., Thuc.