διασοφίζομαι
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
quibble like a sophist, Ar.Av.1619.
Spanish (DGE)
1 intr. comportarse como un sofista, emplear sofismas Ar.Au.1619.
2 tr. idear, maquinar ταῦτα D.S.Fr.inc.15.
German (Pape)
[Seite 603] dep. med., ganz wie ein Sophist arglistig reden, Ar. Av. 1619.
French (Bailly abrégé)
recourir à des sophismes (pour éluder une promesse).
Étymologie: διά, σοφίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διασοφίζομαι [διά, σοφίζω] de sofist uithangen.
Russian (Dvoretsky)
διασοφίζομαι: пускать в ход софизмы, хитро увертываться Arph.
Greek Monotonic
διασοφίζομαι: μέλ. -ίσομαι, αποθ., στρεψοδικώ όπως οι σοφιστές, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
διασοφίζομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαι σοφίσματα ὅπως ἀπαλλαγῶ τινος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1619.