οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
[Seite 618] ausweichen und dadurch entgehen, Schol. Ap. Rh. 2, 70.
inclinarse completamente, esquivar en la lucha διεκκλινόμενος δὲ ἐκεῖνος ἄτρωτος ἦν Sch.A.R.2.70-74a.