διεξελίσσω

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξελίσσω Medium diacritics: διεξελίσσω Low diacritics: διεξελίσσω Capitals: ΔΙΕΞΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: diexelíssō Transliteration B: diexelissō Transliteration C: diekselisso Beta Code: dieceli/ssw

English (LSJ)

Ion. διεξειλίσσω, unroll, untie, Hdt.4.67.

German (Pape)

[Seite 619] ganz auseinanderwickeln, φακέλους, im Ggstze von συνειλέω, Her. 4, 67.

French (Bailly abrégé)

développer.
Étymologie: διά, ἐξελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

διεξελίσσω: разворачивать, развязывать (φακέλους Her.).

Greek (Liddell-Scott)

διεξελίσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, ἐκτυλίσσω, λύω, Ἡρόδ. 4. 67· ἀντίθ. συνειλέω.

Greek Monolingual

διεξελίσσω (Α) εξελίσσω
ξετυλίγω εντελώς, διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια.

Greek Monotonic

διεξελίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ξετυλίγω, ξεδένω, ξελύνω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
to unroll, untie, Hdt.