διυφαίνω
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
A fill up by weaving, τὰς διαστάσεις Gal.2.904, cf. Luc. VH1.15:—Pass. ἀράχνιον μήπω διυφασμένον Gal.2.569.
2 interweave, in Pass., Ael.NA9.17; ζώνη διυφασμένη καλλίστοις χρώμασιν Aristeas 97, cf. LXX Ex.36.31 (39.23).
Spanish (DGE)
1 tejer para rellenar un hueco, c. ac. διυφῆναι τὸν μεταξὺ τῆς σελήνης καὶ τοῦ Ἑωσφόρου ἀέρα tejer (con una telaraña) el aire entre la luna y el lucero del alba Luc.VH 1.15
•en metáf. τηλικαῦται τῶν τοῦ χορίου ἀγγείων αἱ διαστάσεις εἰσίν, ἃς ὑμὴν διυφαίνει Gal.2.904, en v. pas. τὸ μήπω διυφασμένον Gal.2.569.
2 entretejer, tejer con diferentes materiales o colores en v. pas. καλῶς τε καὶ εὖ διυφασμένα Ael.NA 9.17, ζώνη διυφασμένη καλλίστοις χρώμασιν cinturón entretejido con colores muy hermosos Aristeas 97, τὸ δὲ περιστόμιον τοῦ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον συμπλεκτόν la abertura del manto estaba en el centro entretejida con una trencilla (para reforzarla), LXX Ex.36.30.
French (Bailly abrégé)
tresser, tisser, entrelacer.
Étymologie: διά, ὑφαίνω.
German (Pape)
durchweben; Luc. V.Hist. 1.15; Ael. H.A. 9.17.
Russian (Dvoretsky)
διῠφαίνω: затягивать тканью: διυφῆναί τι Luc. заткать что-л. (паутиной).
Greek (Liddell-Scott)
διῠφαίνω: συμπληρῶ ὑφαίνων, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 15· -συνυφαίνω, Αἰλ. π. Ζ. 9. 17, ἐν τῷ παθ.
Greek Monolingual
διυφαίνω (Α)
1. συμπληρώνω κάτι υφαίνοντας
2. συνυφαίνω.
Greek Monotonic
διῠφαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, γεμίζω, συμπληρώνω υφαίνοντας, σε Λουκ.