διωξικέλευθος
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
διωξικέλευθον, urging on the way, κέντρα AP6.246 (Phld. or Marc. Arg.).
Spanish (DGE)
(διωξῐκέλευθος) -ον
que estimula a la carrera, que impulsa la marcha del caballo κέντρα AP 6.246 (Phld. o Marc.Arg.).
German (Pape)
[Seite 649] den Weg verfolgend; δρόμος Nonn. D. 5, 233; zum Gehen antreibend, κέντρα Philod. 27 (VI, 246).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accélère la marche.
Étymologie: διώκω, κέλευθος.
Russian (Dvoretsky)
διωξικέλευθος: ускоряющий путь или движение, т. е. погоняющий (κέντρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐωξικέλευθος: -ον, ὁ βιάζων τινὰ νὰ σπεύσῃ, κέντρα Ἀνθ. Π. 6. 246.
Greek Monolingual
διωξικέλευθος, -ον (Α)
φρ. «κέντρα διωξικέλευθα» — τρυπήματα με βουκέντρα που αναγκάζουν το ζώο να τρέξει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διωξι- (< διώκω) + κέλευθος. Η λ. ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν συνήθως ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -τι- ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Greek Monotonic
δῐωξικέλευθος: -ον, αυτός που επισπεύδει το βήμα του, σε Ανθ.
Middle Liddell
δῐωξι-κέλευθος, ον adj
urging on the way, Anth.