εκκόπτω

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκκόπτω)
αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
1. δίνω τέλος
2. διακόπτω κάποιον που μιλάει
3. (για συζήτηση) σταματώ
4. (για χρόνο) αφαιρώ
5. (για εισφορά) καταργώ
6. εκκλ. αφορίζω
αρχ.
1. (για δέντρα) κόβω σύρριζα
2. εκμηδενίζω, σταματώ
3. αναγκάζω κάτι να σταματήσει («ἐκκόπτειν φενακισμόν»)
4. για πλοίο) βυθίζω διατρυπώντας το
5. (για πόρτα) σπάζω
6. (ως στρατ. όρος) α) αποκρούω, απωθώ
β) απομονώνω τμήμα από το κύριο σώμα
7. παθ. ξεχωρίζω ή ξεχωρίζομαι
8. (για παιχνίδι κύβων) κερδίζω
9. εξαλείφω κάτι χαραγμένο σε πέτρα ή ξύλο
10. πλάθω, π.χ. εικόνες, με τον λόγο
11. σταματώ την κίνησή μου.