εξάρχω
From LSJ
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
Greek Monolingual
(AM ἐξάρχω άρχω
κάνω αρχή, αρχίζω κάτι («Θέτις δ' έξήρχε γόοιο», Ομ. Ιλ.)
μσν.
(η μτχ. εν. ως ουσ.) ὁ ἐξάρχων
1. αρχηγός, επικεφαλής, ηγεμόνας
2. τελετάρχης
αρχ.
1. αποτείνω, απευθύνω («εἰ δὲ μ' ὧδ' ἀεὶ λόγους ἐξῆρχες», Σοφ.)
2. απαγγέλλω, εκφωνώ («σὺ δ' ἔξαρχ' ὅρκον ὅστις εὐσεβής», Ευρ.)
3. τραγουδώ, άδω στη σκηνή
4. διδάσκω
5. κυβερνώ, διοικώ.