εξάρχω

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213

Greek Monolingual

(AM ἐξάρχω άρχω
κάνω αρχή, αρχίζω κάτιΘέτις δ' έξήρχε γόοιο», Ομ. Ιλ.)
μσν.
(η μτχ. εν. ως ουσ.) ὁ ἐξάρχων
1. αρχηγός, επικεφαλής, ηγεμόνας
2. τελετάρχης
αρχ.
1. αποτείνω, απευθύνω («εἰ δὲ μ' ὧδ' ἀεὶ λόγους ἐξῆρχες», Σοφ.)
2. απαγγέλλω, εκφωνώ («σὺ δ' ἔξαρχ' ὅρκον ὅστις εὐσεβής», Ευρ.)
3. τραγουδώ, άδω στη σκηνή
4. διδάσκω
5. κυβερνώ, διοικώ.