εἰσέλκω
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
draw in, draw into, haul in, haul into, drag in, drag into, Xenarch.4.13: aor. -είλκῠσα Hdt. 2.175, Ar.Ach.379.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσέλκω Hdt.2.175
I concr.
1 arrastrar hacia dentro c. ac. y giro prep. ἔσω γὰρ μιν (μουνολίθον) ἐς τὸ ἱρόν Hdt.l.c., μ' εἰς τὸ βουλευτήριον Ar.Ach.379
•en v. pas. Hdt.l.c., ἐπὶ τὸ ἐντὸς εἰσελκόμενος Gr.Nyss.Hom.in Eccl.312.5.
2 arrastrar, atraer hacia sí τοὺς μὲν γέροντας Xenarch.4.13, τὰς ... ἀτόμους εἰσέλκειν τε καὶ ἀποπέμπειν en rel. c. las teorías de Demócrito, Them.in de An.9.26
•en v. pas. τὸν ἔξωθεν εἰσελκόμενον ἀέρα Gal.17(1).755, τῶν ὑπὸ τῆς ἀναπνοῆς εἰσελκομένων Them.in de An.9.25.
II fig. en v. med. adoptar para sí αὐτόν a Epicuro, e.e., su doctrina, Them.Or.20.236a.
German (Pape)
[Seite 742] hineinziehen, praes., Xenarch. Ath. XIII, 569 b.
French (Bailly abrégé)
entraîner dans, attirer dans.
Étymologie: εἰς, ἕλκω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέλκω: ἑλκύω, σύρω, ἐντός, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 13· ἀόρ. -είλκῠσα Ἡρόδ. 2. 175, Ἀριστοφ. Ἀχ. 379.
Greek Monolingual
εἰσέλκω και εἰσελκύω (AM)
1. σύρω μέσα
2. ρουφώ, καταπίνω (ιδίως κρασί).
Greek Monotonic
εἰσέλκω: σύρω, τραβώ, τραβώ κάποιον με τη βία ή προς τα μέσα· αόρ. αʹ -είλκῠσα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.