εἰσαφίημι
English (LSJ)
admit, X.Cyr.4.5.14 codd., Str.15.1.42, J.BJ1.13.3: —Pass., Aen.Tact.32.9.
Spanish (DGE)
dejar entrar, dejar pasar θηλείας (θήρας) Str.15.1.42, διά τινων ... θυρῶν ... τὸ ῥεῦμα D.S.1.19, c. pred. del compl. dir. διαλλακτὴν ... Πάκορον εἰσαφεῖναι dejar pasar a Pacoro como mediador I.BI 1.254, cf. 5.528, en v. pas. ἐρύματα τῶν εἰσαφιεμένων βελῶν sistemas de protección contra los dardos que penetran Aen.Tact.32.9.
German (Pape)
[Seite 741] (s. ἵημι), hinein-, absenden, hineinlassen; οὐκ εἰσαφῆκαν αὐτούς Xen. Cyr. 4, 5, 14; Strab. XV p. 704 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
laisser aller dans, introduire dans : τινα εἰσ. introduire qqn dans (une ville, un lieu clos, etc.).
Étymologie: εἰς, ἀφίημι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσαφίημι: впускать, допускать (τινά Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾰφίημι: μέλλ. -ήσω, ἀφίνω νὰ εἰσέλθῃ, προσδέχομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 14, Στράβων 707.
Greek Monolingual
εἰσαφίημι (Α)
αφήνω κάτι να μπει.
Greek Monotonic
εἰσᾰφίημι: μέλ. -αφήσω, εισάγω, επιτρέπω την είσοδο, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -αφήσω
to let in, admit, Xen.