εὐδιαίτερος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιαίτερος Medium diacritics: εὐδιαίτερος Low diacritics: ευδιαίτερος Capitals: ΕΥΔΙΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: eudiaíteros Transliteration B: eudiaiteros Transliteration C: evdiaiteros Beta Code: eu)diai/teros

English (LSJ)

α, ον, irreg. Comp. of εὔδιος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1061] comparat. zu εὔδιος, Xen. Hell. 1, 6, 38.

French (Bailly abrégé)

Cp. de εὔδιος.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιαίτερος: Xen. compar. к εὔδιος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιαίτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ εὔδιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

εὐδιαίτερος, -α, -ον (Α)
συγκριτ. του εύδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. βαθμός του εύδιος (< ευδία) υπό την επίδραση του ευδίαιος].

Greek Monotonic

εὐδιαίτερος: -α, -ον, ανώμ. συγκρ. του εὔδιος.