εὐδιαίτερος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
α, ον, irreg. Comp. of εὔδιος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1061] comparat. zu εὔδιος, Xen. Hell. 1, 6, 38.
French (Bailly abrégé)
Cp. de εὔδιος.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιαίτερος: Xen. compar. к εὔδιος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιαίτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ εὔδιος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
εὐδιαίτερος, -α, -ον (Α)
συγκριτ. του εύδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. βαθμός του εύδιος (< ευδία) υπό την επίδραση του ευδίαιος].
Greek Monotonic
εὐδιαίτερος: -α, -ον, ανώμ. συγκρ. του εὔδιος.