εὐπέμπελος
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
εὐπέμπελον, only in A.Eu.476 ἔχουσι μοῖραν οὐκ εὐπέμπελον (sc. Εὐμενίδες), acc. to Sch. placable, gentle, opp. δυσπέμφελος; perhaps easily sent away, dismissed (πέμπω).
German (Pape)
[Seite 1087] gelind, sanft, Aesch. Eum. 454. Vgl. δυσπέμπελος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à écarter.
Étymologie: εὖ, πέμπω.
Russian (Dvoretsky)
εὐπέμπελος: легко отвратимый (μοῖρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπέμπελος: -ον, λέξις ἀπαντῶσα μόνον παρ᾿ Αἰσχύλῳ ἐν Εὐμ. 476, ἔχουσι μοῖραν οὐκ εὐπέμπελον (δηλ. αἱ Εὐμενίδες), ἔνθα ὁ Σχόλ. ἑρμηνεύει: «εὐπαραίτητον, εὐχερῆ, εὐάρεστον» ὡς εἰ ἦν εὐπέμφελον, (πρβλ. δυσπέμφελος)· ἄλλοι, ἔχοντες ὑπ᾿ ὄψιν τὸν στίχ. 481, ἑρμηνεύουσιν: εὔπεμπτος, εὐκόλως ἀποπεμπόμενος (πρβλ. δύσπεμπτος).
Greek Monolingual
εὐπέμπελος, -ον (Α)
η λ. μόν. στον Αισχύλ.
αυτός που αποπέμπεται, που αποδιώχνεται εύκολα, που καθαιρείται, που καταπατείται εύκολα («αὗται, δηλ. αἱ Εὐμενίδες, ἔχουσι μοῖραν οὐκ εὐπέμπελον» — έχουν τέτοιο αξίωμα, ώστε να μην αποπέμπονται εύκολα, Αισχύλ.)
κατ' άλλην ερμ. του ίδιου χωρίου
μαλακός, πράος
κατά τον Σχολιαστή «εὐπέμπελον
εὐπαραίτητον, εὐχερῆ, εὐάρεστον» — πιθ. εύπεμπτος, εύκολα αποπεμπόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από το < ευ + πέμπω με επίθημα -ελο- (κατά το ευτράπελος)].
Greek Monotonic
εὐπέμπελος: -ον, λέξη αβέβαιης σημασίας, στον Αισχύλ., είτε ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος, καλόβολος, ευδιάλλακτος, όπως αν προερχόταν από το εὐπέμφελον (πρβλ. δυσπέμφελος), είτε αυτός που εύκολα διώχνεται, αποπέμπεται (πρβλ. δύσπεπτος).
Frisk Etymological English
See also: s. πέμπω
Middle Liddell
εὐ-πέμπελος, ον
a word of uncertain meaning in Aesch., either tranquil, placable, as if it were εὐπέμφελον (cf. δυσπέμφελοσ), or easy to be sent away (cf. δύσπεμπτοσ).
Frisk Etymology German
εὐπέμπελος: {eupémpelos}
Meaning: von der μοῖρα der Eumeniden (A. Eu. 476 οὐκ εὐπέμπελον).
Etymology: Die Scholl. erinnern an δυσπέμφελος (s. d.), aber das Wort ist vielmehr (mit Dindorf Lex. Aesch. s. v.) = leicht abzuweisen, Zusammenbildung von εὖ und πέμπειν mittels des ελο-Suffixes; vgl. εὐτράπελος.
Page 1,590