εὔορνις
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
ῑθος, ὁ, ἡ,
A of good augury, τύχη Trag.Adesp.343; οἰωνοί D.H.2.73.
II abounding in birds, epithet of Tanagra in AP7.424 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1085] ιθος, 1) mit guter Vorbedeutung, οἰωνοί, D. Hal. 2, 73. – 2) reich an Vögeln, Hühnern, Tanagra, Antip. Sid. 87 (VII, 424).
French (Bailly abrégé)
ιθος (ὁ, ἡ)
1 abondant en volatiles;
2 de bon augure.
Étymologie: εὖ, ὄρνις.
Russian (Dvoretsky)
εὔορνῐς: ῑθος adj. изобилующий птицами (Τάναγρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔορνῐς: -ῑθος, ὁ, ἡ, καλὰ προμηνύων, αἴσιος, οἰωνοὶ Διον. Ἁλ. 2. 73· ΙΙ. ἔχων ἀφθονίαν πτηνῶν, ἐπίθ. τῆς Τανάγρας ἐν Ἀνθ. Π. 7. 424.
Greek Monolingual
εὔορνις, -ιθος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, αίσιος
2. (για τόπους) αυτός που έχει αφθονία πτηνών («εὐόρνιθι Τανάγρᾳ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρνις «πτηνό, οιωνός»].
Greek Monotonic
εὔορνῐς: -ῑθος, ὁ, ἡ, αυτός που είναι άφθονος σε πτηνά, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὔ-ορνις, ῑθος, ὁ, ἡ,
abounding in birds, Anth.