ζωηρεύω

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία»)
2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία
3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση) γίνομαι πιο δραστήριος, πιο ενεργητικός, πιο κοινωνικός
4. (για παιδιά) γίνομαι άτακτος, ζωηρός
5. (ως προς τις ερωτικές απολαύσεις) προβαίνω σε εντονότερες ερωτικές εκδηλώσεις, εκδηλώνομαι εντονότερα
6. (για καταστάσεις, ενέργειες, πάθη) γίνομαι πιο έντονος, πιο σφοδρός
7. ζωογονώ, τονώνω, ξανανιώνω κάποιον («το γλέντι ζωηρεύει την παρέα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργ. Μ. Βιζυηνό].