κέντρωνας

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κέντρων) κέντρον
νεοελλ.
1. λογοτεχνικό είδος της μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας
2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργων
μσν.
μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητών
αρχ.
1. αυτός που έχει σημάδια από κεντρί, από κέντρισμα, που υποβλήθηκε σε βασανιστήρια
2. ρούχο ραμμένο από πολλά κομμάτια υφάσματος, κουρέλι
3. σαμάρι γαϊδουριού
4. πάπ. καθαριστήρας της γραφίδας.