κέντρωνας
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κέντρων) κέντρον
νεοελλ.
1. λογοτεχνικό είδος της μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας
2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργων
μσν.
μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητών
αρχ.
1. αυτός που έχει σημάδια από κεντρί, από κέντρισμα, που υποβλήθηκε σε βασανιστήρια
2. ρούχο ραμμένο από πολλά κομμάτια υφάσματος, κουρέλι
3. σαμάρι γαϊδουριού
4. πάπ. καθαριστήρας της γραφίδας.