κακόπατρις
English (LSJ)
ιδος, ἡ, base-born, Thgn. 193; masc. in Alc.37 A. codd. (leg. -ίδαν).
German (Pape)
[Seite 1301] ιδος, aus schlechtem, unglücklichem Vaterlande, od. von unedlem, niedrigem Vater stammend; Theogn. 193; Alc. bei Arist. pol. 3, 14 nennt den Pittakos κακοπάτριδα, des Vaterlands Unglück.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
d'une patrie misérable ou d'ancêtres misérables.
Étymologie: κακός, πάτρις ou πατήρ.
Greek Monolingual
κακόπατρις, -άτριδος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει άσημο πατέρα, ο ταπεινής, χαμηλής καταγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πατρις (< πατρίς), πρβλ. πολύπατρις, φιλόπατρις].
Greek Monotonic
κᾰκόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ (πατήρ), αυτός που κατάγεται από μικρομεσαία οικογένεια, ο ταπεινής καταγωγής, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
κακόπατρις: ιδος ἡ отечественное бедствие (т. е. Πιττακός Alcaeus ap. Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόπατρις -ιδος [κακός, πατρίς] van lage afkomst.
Middle Liddell
κᾰκό-πατρις, ιδος πατήρ
having a mean father, low-born, Theogn.