καλλιστεῖον

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιστεῖον Medium diacritics: καλλιστεῖον Low diacritics: καλλιστείον Capitals: ΚΑΛΛΙΣΤΕΙΟΝ
Transliteration A: kallisteîon Transliteration B: kallisteion Transliteration C: kallisteion Beta Code: kallistei=on

English (LSJ)

τό, (καλλιστεύω)
A offering of what is fairest, E.IT23: pl., Καλλιστεῖα = Kallisteia, name of a festival and beauty contest at Lesbos, Sch.Il.9.129: in plural also, the fairest prize, τὰ πρῶτα καλλιστεῖα ἀριστεύσας στρατοῦ S.Aj.435 (cf. Sch.); τῶν φαλύρων τὰ καλλιστεῖα SIG56.9 (Argos, v B. C.); so in sg., IG 12(9).189.36 (Eretria, iv B. C.), 207.19 (ibid., iii B. C.).
II beauty prize, of the apple of Paris, Luc.DDeor.20.1.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, Preis der Schönheit, des Schönsten; Eur. I. T. 23; Luc. D. D. 20, 1; καλλιστεῖα κρίνειν Hedyl. 2 (App. 28). – Preis der Tüchtigkeit, τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας στρατοῦ Soph. Ai. 430, der als Held den Ehrenpreis errungen hat. – Nach Schol. Il. 9, 129 τὰ καλλιστεῖα ein Festspiel in Lesbos.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 prix de la beauté;
2 prix de la valeur, prix du mérite.
Étymologie: κάλλιστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιστεῖον -ου, τό καλλιστεύω schoonheidsprijs:; τὸ καλλιστεῖον εἰς ἔμ’ ἀναφέρων de schoonheidsprijs aan mij verlenend Eur. IT 23; prijs voor dapperheid:. τὰ πρῶτα καλλιστεῖ’ ἀριστεύσας στρατοῦ de eerste prijs van het leger voor dapperheid behaald hebbend Soph. Ai. 435.

Russian (Dvoretsky)

καλλιστεῖον: τό
1 награда за красоту: τὸ κ. εἴς τινα ἀναφέρειν Eur. и τὸ κ. ἀποδοῦναί τινι Luc. признать кого-л. первым по красоте;
2 награда за доблесть: τὰ πρῶτα καλλιστεῖα ἀριστεύσας στρατοῦ Soph. признанный первым храбрецом в войске.

Greek Monotonic

καλλιστεῖον: (καλλιστεύω),·
I. βραβείο ομορφιάς, σε Ευρ.
II. στον πληθ., ἀριστεῖα, βραβείο ανδρείας, γενναιότητας, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιστεῖον: τό, (καλλιστεύω) βραβεῖον καλλονῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 23, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 1· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 130· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, = ἀριστεῖα, βραβεῖον ἀνδρείας ἢ γενναιότητος, Σοφ. Αἴ. 435.

Middle Liddell

καλλιστεύω
I. the prize of beauty, Eur.
II. in plural = ἀριστεῖα, the meed of valour, Soph.

Mantoulidis Etymological

(=βραβεῖο ὀμορφιᾶς). Ἀπό τό καλλιστεύω πού παράγεται ἀπό τό κάλλιστος.