κινάθισμα
English (LSJ)
-ατος, τό, rustling motion, as of wings, A. Pr. 124 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1438] τό, = κίνημα, Hesych.; κινά θισμα κλύω πέλας οἰωνῶν Aesch. Prom. 124, die hörbare Bewegung, Geräusch.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
agitation, bruit d'un objet en mouvement.
Étymologie: cf. κινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινάθισμα -τος, τό geruis, geritsel.
Russian (Dvoretsky)
κῐνάθισμα: ατος (νᾰ) τό шум полета (κ. κλύω οἰωνῶν Aesch.).
Greek Monolingual
κινάθισμα, τὸ (Α)
ελαφρά κίνηση και ο ήχος που δημιουργείται από αυτήν, όπως το φτερούγισμα («τί ποτ' οὖ κινάθισμα κλύω πέλας οἰωνῶν;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κινάθισμα όπως και ο τ. κιναθισμός παράγονται πιθ. από το ρ. κιναθίζω και συνδέονται με το επίθ. κινυρός
η σύνδεση τους με το ρ. κινῶ είναι αβέβαιη λόγω της διαφορετικής ποσότητας του -ι- (κινάθισμα, -σμός, αλλά κινῶ)].
Greek Monotonic
κῐνάθισμα: [ᾰ], τό, κίνηση, αυτό που κάνει «φρου-φρου», όπως από φτερά, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνάθισμα: ᾰ, τό, ἴδε ἐν λέξ. κινέω· κίνησις, ἰδίως κίνησις μετὰ ψόφου τινός, ὡς ἡ τῶν πτερύγων, Αἰσχύλ. Πρ. 124· κῐνᾰθισμός, οῦ, ὁ, παρὰ Φωτ. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κιναθίζειν, καὶ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μῐνυρίζειν, κινεῖν).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: noise, rustling, of flying birds (A. Prom. 124, anap.),
Derivatives: κιναθισμός id. (Phot.); from κιναθίζειν ἰδιάζειν, ἀποθησαυρίζειν κατὰ μικρὸν συλλέγοντα. ἔνιοι μινυρίζειν καὶ κινεῖν H. κίναθος θησαυρισμός Phot., κιναθίας κρυπτός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Uncertain; for the first syllable cf. κινυρός. Not to κινέω because of the short ι. Prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
κῐνᾰ́θισμα, ατος, τό,
motion, rustling, as of wings, Aesch.
Frisk Etymology German
κινάθισμα: {kináthisma}
Grammar: n.
Meaning: Geräusch, von fliegenden Vögeln (A. Prom. 124, anap.), κιναθισμός ib. (Phot.); von κιναθίζειν· ἰδιάζειν, ἀποθησαυρίζειν κατὰ μικρὸν συλλέγοντα. ἔνιοι μινυρίζειν καὶ κινεῖν H.
Derivative: Daneben κίναθος· θησαυρισμός Phot., κιναθίας· κρυπτός H.
Etymology: Dunkel; zur Anfangssilbe vgl. κινυρός. Wegen der Kürze des ι nicht zu κινέω.
Page 1,853-854